Τετάρτη, Μαΐου 30, 2012

Je le savais bien

Δεν είμαστε οπουδήποτε πια.
Αυτό το χέρι που ψηλαφίζει το άγνωστο, θα είναι πάντα τυφλό. Θα φοβάται πάντα την άβυσσο που χάσκει.
Βάζεις ένα τσιγάρο πάνω απ' το αυτί σου και μου γελάς. Είναι καλοκαίρι, θα μπορούσαμε να είμαστε αλλού, αλλά είμαστε εδώ - έτσι είναι λοιπόν εδώ, παρόμοια με αλλού, λίγο διαφορετικά, αλλά τόσο ίδια. Δαγκώνεις και κλωτσάω: ο τέλειος διάλογος.
Οι αφηγήσεις μυρμηγκιάζουν κάτω από το δέρμα μου, σαν παγιδευμένα έντομα σε κάποιο τζάμι. Οι αιτιατικές με πνίγουν, δεν θέλω να είσαι εσύ αυτός ο άξεστος παρελθοντικός χρόνος. Θα ήθελα να είσαι η ανάμνηση κάποιου άλλου που έχω πια ξεχάσει. Θα ήθελα να μην έχω να πω τίποτα.



Κυριακή, Μαΐου 13, 2012

quiet little voices




Ακούω τη φωνή σου, καθισμένη σε κάποια αίθουσα αναμονής. Αργότερα, νιώθω ίλιγγο και μέσα μου την έχω μπερδέψει με μια άλλη, που άκουγα διαρκώς, σαν τους τρελούς, στο βάθος του κρανίου μου. Και δεν είμαι σίγουρη ότι δεν είναι αυτή και είναι η δική σου, ότι δεν είναι εσύ και είναι ο άλλος, με τη φωνή εκείνη.
Οι δρόμοι είναι ναρκοπέδια που σκάνε μόνο σε εκπαιδευμένα αυτιά. Εκείνο το πεζούλι που μας στέγασε δεν υπάρχει πια, τα θερινά, ο πεζόδρομος, τα Εξάρχεια, ο Πειραιάς, η θάλασσα, το τέρμα των δρόμων, ο ήλιος που πέφτει πάντα και ενώ σε περιμένω, ταυτοχρόνως απουσιάζω πανηγυρικά.
Γινόμαστε λέξεις σε μια οθόνη που τρεμοσβήνει, έχεις ακόμα την αξιοπρέπειά σου, μου λες, κι εγώ είμαι σίγουρη πως στην είχα δώσει τυλιγμένη με το αίμα μου σ' ένα γόρδιο δεσμό που έκοψες χωρίς καν να σκεφτείς τη λύση.
Κάπου εδώ, όλη μου η ενήλικη ζωή ξεγλιστρά στις ρωγμές των πεζοδρομίων. Σε ποδοπάτησα κατά λάθος, να σβήσω τσιγάρο ήθελα. Θολώνει η όρασή μου, τα μάτια μου μαζεύουν και οι κόρες ξεφλουδίζουν παρελθόν λίγο-λίγο - εκεί που πέρασα, εκεί είναι όλη η πόλη, κάθε της σημείο, μια μικρή υποσημείωση.
Και τώρα, ενώ ζω την επανάληψη του ίδιου, βλέπω το τέλος χωρίς να έχω όρεξη για την αρχή. Μέσα στη σιωπή της άνοιξης, κοιμάμαι ακούγοντας πουλάκια να κελαηδάνε. Εδώ είναι τα όσα άφησα και γυρνάω να πάρω κανένα ψίχουλο για να φτιάξω αλλού δρόμο.
Αλλά τώρα πια, εσύ δεν είσαι - πιάστηκε το χέρι σου στην πόρτα, δεν την άνοιξα ποτέ, εσύ γονάτισες να δεις από τη χαραμάδα. Εύχομαι να σε στοιχειώνω τα βράδια, έστω λίγο, έστω ελάχιστα .

Δεν είμαι ούτε κι εγώ. Μπαινοβγαίνω σε ένα δέρμα που ενίοτε μου προκαλεί φαγούρα, νιώθω σαν να γλίτωσα αλλά δεν ξέρω από τι. 
eXTReMe Tracker