Σάββατο, Δεκεμβρίου 26, 2009

when the truth is



Κάποτε, η ζωή μου ήταν πάνω-κάτω η Πατησίων. Αργότερα, πήρε προαγωγή στην Κηφισίας. Πάνω-κάτω κι αυτή, ατελείωτα πρωινά με τα ακουστικά στα αυτιά. Ο δρόμος άλλαξε, για τον προορισμό δεν ήμουν σίγουρη.


Μπροστά μας Ντάτσουν με λάχανα να ξεχειλίζουν από την καρότσα κι εμείς να τραγουδάμε «τι σου χω κάνει και με διώχνεις σαν ζητιάνο». Ο ήλιος έχει πέσει, αρχίζει εκείνη η ψύχρα που σου θυμίζει νύχτα και φθαρμένα πεζοδρόμια. Πάμε να συναντήσουμε τις τελείες μας, να ενωθούμε και να σχηματίσουμε έναν μακρινό αστερισμό, αυτόχθονα και αυτάρκη μέσα στο χωροχρόνο του.


Καλοκαίρι, αφήνω όλη μου την ύπαρξη σε μια ξαπλώστρα και απαιτώ εξορκισμό από τη θάλασσα, τι να πρωτοκάνει κι αυτή - όλοι πηγαίνουν σ' αυτήν για τον ίδιο λόγο, ίσως και για άφεση, για βάφτιση, για ξέπλυμα, για επανεκκίνηση. Πέρασε κι αυτό πριν προλάβω να το εντοπίσω μέσα μου, βιαστικά σαν λεωφορείο που χάνεις για ένα λεπτό. Ήταν γεμάτο γέλιο, ερωτήματα, ιλιγγιώδη ηλιοβασιλέματα, χρόνια αγάπη, εκείνη την ατέλειωτη παραλία που ήταν μόνο δική μας, απώλειες που μένουμε να ζυγίζουμε και να αναλύουμε, μέχρι να γίνουν ανάμνηση, μέχρι να γίνουμε κι εμείς ανάμνηση μαζί τους.


Κόκκινα, μαύρα και μπλε γράμματα ξεπηδούν μπροστά μου, από σελίδες στην παράδοση του Βέρθερου. Το παρελθόν ενυλώνεται επειδή το καταγράφουμε, αλλιώς θα ήταν απλώς ένα νέφος που απομακρύνθηκε αθόρυβα. Αυτόπτες μάρτυρες και επιβιώσαντες του ίδιου μας του εαυτού. Είναι εκεί για να βεβαιώσουν ότι έχω-υπάρξει με τρόπους που ίσως να θέλω να ξεχάσω. Απορώ: συνέβη όντως; και τώρα; Αφού έχω τις χαρακιές να το αποδείξω.


Όταν βλέπω κοπέλα με μαλλιά σαν τα δικά σου στο δρόμο, κοντοστέκομαι. Ξέρω ότι δεν πρόκειται να είσαι εσύ. Μετά είμαι σίγουρη ότι αποκλείεται κάποια άλλη να έχει τα μαλλιά σου, τα δικά σου. Κι έπειτα, θέλω να πάω να πιάσω αυτά τα μαλλιά, για να σε νιώσω ξανά για λίγο. Πέρασαν οι μήνες και δεν άλλαξε κάτι. Πέρασαν τόσα, και δεν άλλαξε τίποτα.


Όλη η πόλη είναι ένα ναρκοπέδιο. Πρέπει να είσαι από τη σωστή μεριά, μη σε βρει καμιά ξώφαλτση. Με διάφανο δέρμα σε περιμένω. Διάφανα δεν είναι τα φαντάσματα; Κι όταν έρχεσαι, δανείζομαι για λίγο σάρκα από τον παλιό μου εαυτό και μπαίνω στη ζώνη του λυκόφωτος, ή στη Ζώνη του Στάλκερ: εκεί που γίνονται αυτά που φοβόμαστε ή επιθυμούμε. Σε αυτή τη Ζώνη επιπλέω για όσο με κρατάς, για όσο μου ρουφάς το μεδούλι. Ενεργειακό βαμπίρ που με κρατά απ' το χέρι και έχουμε μπει για τα καλά στο πετσί του ρόλου. Είμαστε αυτοί που θα θέλαμε. Όταν φεύγεις, θέλω να με ξεφλουδίσω, να με γδάρω για να σε βγάλω από πάνω μου. Να αλλάξω δέρμα σαν φίδι και να γλιστρήσω πάλι στην κανονική ζωή. Στο εφικτό.


Κάποια βράδια, αφήνομαι στο ατελείωτο περπάτημα και στην ενοχλητική κοσμοσυρροή που διαρκώς με σπρώχνει για να περάσει. Λειτουργεί σαν υπενθύμιση για το εκεί έξω, που κάποια στιγμή θα σε πετύχει. Ασκούμαι στο σκάψιμο υπόγειων στοών ως καταφύγια ή μυστικές εξόδους κινδύνου. Πλέον τινάζουμε στάχτες από τα ρούχα μας κι όχι σκόνη.


there is no other place, no one else I face

eXTReMe Tracker