Δευτέρα, Οκτωβρίου 31, 2005

She can read, she's bad


Διαμάντια στις λάσπες, ή απλά λάσπες και βροχή;
Το πρόγραμμα από την παράσταση της Αναγγελίας. Μια αδημοσίευτη συνέντευξη της Πλάτωνος εκτυπωμένη. Τετράδια σχολικής χρονιάς που ήρθε κι έφυγε.
Ένα ημερολόγιο – μαύρο, πανόδετο. Γράμματα που δεν έστειλα – με φύλλα λεμονιάς που τώρα δεν κάνουν ούτε για σελιδοδείκτες.
Broken flowers.
Ταξίδι στη Γερμανία – η επιστήμη των αεροδρομίων, η μαγεία της αίθουσας αναμονής. Εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους, είσαι από κείνα τα παιδιά, που μέσα στο μυαλό τους έχουν έναν σπασμένο πύργο ελέγχου .
Χρόνια σαν μέρες, μέρες σαν ώρες, ονόματα που πασχίζω να θυμηθώ την αντιστοιχία τους σε πρόσωπα. Απάνω που σ’αγάπησα, έφυγες κάποιο βράδι. Μέρα με τη μέρα καταγραφή του έρωτά μου για σένα, κίνδυνος μεγάλος εκ του ασφαλούς, μόνο που τα τρένα πέρασαν και συγκρούστηκαν. Και τώρα εδώ ακόμα, λέξεις σαν χαρακιές σε τοίχο κελιού. Εικόνες – εσύ κι εγώ με εφηβική άγνοια σε μια χαραμάδα χώρου και χρόνου μόνο δική μας. Ακολούθησαν βαρύγδουπες σιωπές, κάμποσα μνημόσυνα, πολύ νερό στ’ αυλάκι, ενίοτε και απόνερα. Τρόμαξα με την ένταση – σαν να με γράπωνε από τον γιακά αυτό που ένιωσα τότε, ζητώντας δικαίωση. Σαν βεντέτα που πρέπει να ξεπλυθεί με αίμα. Δώσαμε. Και αίμα και αμνησία, και παρατατικό, χρόνο της γοητείας και κραυγές και ψιθύρους και διασταυρώσεις λεωφόρων με ξόρκια.
Αγωνία διαστάσεων διαρκώς χαμένων. Κάθομαι και γράφω όπως οι οριστικά τρελοί στα χέρια του Δημοσίου. Τα δάχτυλά μου πήρανε της κάθαρσης φωτιά. Θέλω-Μπορώ-Είμαι. Επαναλάβετε 100 φορές ημερησίως, μέχρις ότου το καταλάβετε. Η αξία των ημερών με μουσική επένδυση τη φωνή του. Η νοσταλγία του συναισθήματος. Να μπερδεύεις την καψούρα με την αγάπη – μ’ εκείνη που δεν σ’ αφήνει ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν ειπωθεί.
Το τρένο για Θεσσαλονίκη προς το άγνωστο με μόνο το τέλος γνωστό –ακόμα περιμένω τη διάψευση με τα μάτια καρφωμένα έξω από το τζάμι του βαγονιού. Δεν έμαθες πόσο λίγος ήσουν γιατί ένιωθες γιγαντωμένος από την ταχύτητα και την ένταση μιας ελεγχόμενης ελεύθερης πτώσης, της ύστερης εφηβικής σου επανάστασης. Ξεχασμένος πια, τα γράμματά σου πεταμένα στα σκουπίδια, τα δικά μου ανύπαρκτα, ακυρωμένα. Πόσο γρήγορα σε τελείωσα. Μαλλιά ξεριζωμένα απάνω από τ’αυτιά. Αγορίστικα. Παραλήπτης μου η Αγία Ανύπαρκτη.
Πάντα παλινδρομούσα – εσύ να κλαις στο τηλέφωνο κι εγώ να σ’αγαπάω για το θάρρος σου να κλάψεις. Έτσι το νόμιζα τότε. Ποτέ δεν έμαθα πως συνέβηκα εντός σου. Συνέβαινα, όμως, παντού τριγύρω, σαν εκπαιδευμένος καμικάζι.
Οι λέξεις μου – δανεικές, προϊόν συζήτησης συνάψεων του εγκεφάλου, προκατασκευασμένες, ξαναζεσταμένες, ελάσσονες στη μείζονα χρήση τους. Τις νόμιζες για σένα, ίσως να τις ήθελες για σένα, ίσως και να ήταν.
Τώρα πια για κανέναν δεν είναι, σε κανέναν δεν πάνε, σαν να αντηχούν ανήμπορες, κι εγώ σαν να μην τις δίνω – είναι ό,τι μου απέμεινε, άγρια κληρονομιά της κιβωτού του Αραράτ.
Πονούσα για όλα – για σένα, για μένα. Χτίστηκα, γκρεμίστηκα. Τώρα όλα φαντάσματα της κατεδάφισης. Δεν κινείται τίποτα, δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω, το θέλω όμως. Οτιδήποτε ασφαλές μου μοιάζει ξένο. Θέλω να μην ξέρω. Προτιμώ να βρεθώ έκθετη στη ροή του δρόμου παρά να περιμένω τα φανάρια και να διαβάζω ταμπέλες. Σχεδόν κανείς δεν το καταλαβαίνει. Πως από τον πάτο έβγαινε φως, ενέργεια. Πως σ’ αγάπησα κι αυτό είναι απλώς δικό μου. Δεν προσφέρεται για κατανόηση. Μόνο για απλή αποδοχή ως γεγονός.
Οι λέξεις χοροπηδούν με διάφορα χρώματα – ο χειμώνας με τις ρακές, ένα κρεβάτι στο Παγκράτι, η πέμπτη τρύπα στο αριστερό μου αυτί, κονιάκ, καφενεία, πες μου ένα παραμύθι μπας και το πιστέψω, γιατί ούτε μικρή δεν τα πίστευα μου φαίνεται, οι φίλοι που απομακρύνονται με δαγκωμένες γραμμές επικοινωνίας, κι εγώ κάπου να περιφέρομαι. Κοντινά – λίγο πριν με πάρει η μπάλα, πριν την πάρω κι εγώ και την κλωτσήσω. Μετά σκέφτεσαι άλλα. Έγιναν άλλα, ήρθαν άλλοι, έγινες άλλος. Ίδιος, αλλά ελαφρώς άλλος. Με άλλες αντιδράσεις. Με ίδιες ανησυχίες, με ίδιες αλλεργίες, με ίδιες επιθυμίες, με κλεφτές ματιές ξανά προς τον κόσμο.
Κοντινά όλα αυτά. Και τα τωρινά, και τα περασμένα, που δεν σου αφήνουν χρόνο.
Μετά δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς.
Γι’αυτό και ό,τι σκέφτεσαι είναι και μένει λαθραίο, δικό σου.

Κυριακή, Οκτωβρίου 30, 2005

Retro


Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο και θάναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο, γιατί μια καινούργια αγάπη θα χύνεται σα μέλι και από ένα σημείο της γης, αυτός ο ήλιος θα ανατέλλει...


Τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι...


Κι όποτε βρέχει να πετάω απ' το μπαλκόνι μου, κρατώντας το χέρι σου για πάντα στις φραουλένιες πεδιάδες, στις γραμμικές κοιλάδες

(Φιλενάδα, χρόνια σου πολλά)

Τρίτη, Οκτωβρίου 25, 2005

Autistic

Don’t cry for me, κοινό μου. (Ναι, σε σένα μιλάω. Πως ο Συνασπισμός είχε έναν ψηφοφόρο, τον Θανάση; Έτσι κι εγώ μιλάω στον αναγνώστη μου – hypocrite lecteur, mon semblable, mon frere).
Δεν έπαθα τίποτα. Χτες γνώρισα έναν αναγνώστη μου εκεί που διύλιζα τον κώνωπα με την Τζάκι και λίγο μετά τον ηρωϊκό θάνατο μιας μηλόπιτας με παγωτό. Πρέπει να του κατέρριψα διά παντός τον μύθο του συγγραφέα χωμένου στα σκονισμένα βιβλία, με το ασφυκτικά γεμάτο τασάκι (αν θες να δεις τέτοιον συγγραφέα, δες Παπακαλιάτη). Έστριβα διαρκώς τσιγάρα και έψαχνα τρόπους να κάνω ευπαρουσίαστες βουρδουλιές στην πλάτη της Τζάκι. Ό,τι και να λέει αυτό για τον χαρακτήρα μου, βαριέμαι να το διαψεύσω.
Στο αναγνωστήριο, εκεί που πάλευα με ένα κουλό κείμενο ενός συγχωρεμένου αποδομιστή, η απέναντί μού μου είπε ότι της άρεσαν πολύ τα δαχτυλίδια μου (και δεν φόραγα και το μονόπετρο) – άρχισα να της αραδιάζω τις πόλεις που τα έχω πάρει και έχασε κάθε ελπίδα να βρει κάτι παρόμοιο. Μια άλλη φορά με είχαν ρωτήσει τι άρωμα φοράω. Την επόμενη φορά περιμένω να με ρωτήσουν γιατί κουνιέμαι στην καρέκλα – ενίοτε ιδρυματισμός, ενίοτε DJ Tiesto για να μην με πάρει ο ύπνος ή η κατηφόρα μπροστά στην αποδόμηση.
Στον δρόμο, διάφοροι τύποι θεωρούν σωστό να σου ψιθυρίζουν διάφορα την ώρα που διασταυρώνονται οι κατευθύνσεις σας. Δεν ακούς τίποτα αλλά εκείνοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι κάνουν καμάκι.
Στο Metropolis, συνέχεια έχω την τάση να αγοράζω cd περασμένων ετών (μην πω δεκαετιών), με αποτέλεσμα παραλίγο να κατέληγα με το Powerslave (ναι, των Iron Maiden) στο ταμείο – το έχω σε κασέτα (όπως και όλα των Maiden) και δεν έχει φάει ακόμα τα ψωμιά της. Αντ’ αυτού, είπα να τιμήσω άλλη φορά το ένοχο παρελθόν μου και κατέληξα στο University των Throwing Muses (μόνο για το Shimmer – κι αυτό είναι κάπου σε κασέτα), το δισκάκι των Nine Black Alps και κάμποσα νοητικά post-it για την επόμενη φορά που έχω λεφτά (ούτε ο Χορταρέας δεν μπορεί να την προβλέψει πότε θα είναι).
Mon lecteur, οι μέρες περνούν με διάβασμα, γέλιο, κρασί και καυτερό ποπ κορν (μυστική συνταγή), κυκλική ανταλλαγή νέων, καμιά φορά αγωνία, ενίοτε αδιαφορία για ό,τι είναι να γίνει – πόσες φορές να πω ότι δεν το ελέγχω και δεν έχω και καμία επιθυμία ελέγχου; Θέλω ένα κορμί άθικτο, ένα κορμί καθαρό – αυτό δεν θέλουν όλοι; Και ξεχνάμε ότι πάνω του μένουν όλα. Τα βλέμματα, οι χειρονομίες, οι λέξεις...Θυμήσου, σώμα, λέει ο ποιητής. Όχι θυμήσου, μυαλό.
Είπαμε, πρόβλημα διασταύρωσης του κοινωνικού ενδιαφέροντος με το προσωπικό (γι’αυτό το λένε και προσωπικό εξάλλου). Κοινωνικούς προβληματισμούς δεν διαθέτει το κατάστημα (ούτε καν που έχασε ο βάζελος). Αυτισμό μόνο, σε τιμή ευκαιρίας. Μόνο δίχτυ ασφαλείας, υπερατλαντικά τηλέφωνα μέσα στη νύχτα και Κυριακές με διπλό καπουτσίνο. Το βράδι στο Ποδήλατο με το celebrity sighting (δεν λέω ποιός ήταν) και τον αριθμό ποτών με τάση στο άπειρο (δεν ξέρω μαθηματικά), την άλλη μέρα με περιέθαλψε το καταφύγιο άγριων ζώων (παράρτημα Παγκρατίου) – ψάχνω βιβλία στο Internet, φαντασιώνω άγνωστα αριστουργήματα, σκέφτομαι και σένα (στον αυτόματο πιλότο), είδα και φαντάσματα (I see dead people) με μπύρες και πατατάκια σε μια κουζίνα, άκουσα πάλι το There will never be a better time τσίτα στα ακουστικά, σκέφτομαι πόσες σελίδες έχει για να είμαστε σε διαφορετική. Ίσως τελικά να είμαστε σε διπλανές. Η πρόταση της μίας σελίδας συνεχίζεται στην άλλη.

I don't know what it is
but you got to do it
I don't know where to go
But you got to be there

Τρίτη, Οκτωβρίου 18, 2005

Στο μυαλό του Τιμ Μπάρτον


Θέλω να ζήσω στη Λούμπαλαντ, να κάνω χορευτικά τύπου Έστερ Γουίλιαμς με φόντο τον καταρράκτη από σοκολάτα, να τραβάω κουπί στον ροζ ιππόκαμπο με τους Ούμπα Λούμπα, να φάω καραμελωμένα μήλα που κρέμονται από τα δέντρα, να κυλιστώ στο πεντανόστιμο γρασίδι, να μπω στο ασανσέρ-διαστημόπλοιο, να διακτινιστώ από το σαλόνι στην τηλεόραση και να μου κάνει ψυχανάλυση ο Ούμπα Λούμπα με το ριγέ κοστούμι και τα κοκκάλινα μαύρα γυαλιά.

Φυσικά, θέλω τον Τζόνι Ντεπ να μου κάνει ξενάγηση στο εργοστάσιο σοκολάτας.

Θέλω η ψυχή μου να λιώνει από παιδική, αμόλυντη χαρά.

Κυριακή, Οκτωβρίου 16, 2005

...


Το λέω ξανά είμαι μόνος
Σα μια μόνη πατημασιά ανθρώπου σε δάσος
Είμαι μόνος σα δάχτυλο σε χέρι
Που η μηχανή του πήρε τα άλλα τέσσερα

Αν ήμουν σταγόνα θά 'χα σβήσει στα έγκατα διψασμένης γης
Δεν είμαι όμως σταγόνα
Είμαι μικρή πέτρα ίσως πολύτιμη
Που ο καιρός την κάμνει άμμο
Και βλέπω το σχήμα της και τη λάμψη
Και την σκληρότητά της
Και το βάρος της να γίνονται άμμος

Το λέω ξανά
Στην καρδιά μου είναι μια προσευχή
Όμως μένει μέσα
Ας ήταν τώρα που δεν υπάρχει στόμα νά 'χα μια μαχαιριά στο πλευρό
Να βγει από εκεί σαν τρυφερό κορίτσι
Η προσευχή

Δημήτρης Παπαδίτσας

Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2005

Am I still ill?

Κάπως έτσι. Θολούρα.
Περνούν οι μέρες, στο αναγνωστήριο. Βουτηγμένη στη χαμένη αύρα του Benjamin και στο αυτό-υπήρξε του Barthes, στη στιγμή του θανάτου του Blanchot, να έχω διαρκώς ιδέες για το πως όλα συνδέονται, να αγοράζω βιβλία που δεν προλαβαίνω να διαβάσω και να πίνω πολλούς καφέδες.
Στο ενδιάμεσο, φίλοι στη σειρά, τώρα που χειμώνιασε έχουμε να πούμε τα νέα του καλοκαιριού (που μοιάζει τόσο μακρινό αλλά όχι ίσως και τόσο...) – και πόσο παρήγορο είναι όταν με κάποιον μπορείς να μοιράζεσαι σιωπή. Ένα Σάββατο μεσημέρι, να ξέρεις τι θέλεις και τι δεν θέλεις. Και τα τόσα χρόνια μαζί να σε αγκαλιάζουν. Και βέβαια, πολλές κουβέντες για το τι μέλλει γενέσθαι. Δεν ξέρω. Φοράω τα γυαλιά μου αλλά η θολούρα παραμένει, πολλές φορές. Μόνο εσάς βλέπω καθαρά..στο είπα και στο τηλέφωνο. Χείμαρρος είσαι. Πως το καταφέρνεις και μένω σιωπηλή. Όχι επειδή έχεις δίκιο (που έχεις). Αλλά επειδή δεν έχω επιχείρημα, πέραν του χρόνου που χρειάζομαι. Και της απόστασης - ξέρω ότι διαφωνείς, αλλά εμένα με βοηθάει. Για λίγο, όχι για πολύ. Για όσο χρειάζεται. Και χρειάζεται.
Στο μεταξύ, εκτός από διανοήτρια έγινα και μαγείρισσα. Τίποτα δεν άφησα όρθιο. Ήταν να μην πάρω μπρος. Από το κοκκινιστό στις πατάτες γιαχνί και τανάπαλιν. Τι να σου πει ο Levinas αν σου καεί το φαί;

Διάβασα στα ΝΕΑ του Σαββάτου ότι έβγαλε καινούργιο βιβλίο η Μαρία Μήτσορα. Με χάπι εντ, λέει. Μετά το Ο ήλιος δύω και την Σκόρπια Δύναμη, κάτι μου λέει ότι θα με χαλάσει το happy....

Πέμπτη, Οκτωβρίου 06, 2005

Ο κόκκορας στη νεωτερικότητα

Το τεράστιο κοινό μου (δηλαδή η Lady Elle, η Jackie Oh και κανά δυό άλλοι) εξέφρασε πρόσφατα την ανησυχία του : πρέπει να σταματήσω να γράφω για μουσική (εντάξει κορίτσια, σας πρόλαβε ο art attack. Από δω και στο εξής θα γράφω μόνο για γκόμενους). Να σταματήσω να γράφω γενικά και αόριστα για Κυριακές, Δευτέρες, ταλαίπωρα πεζοδρόμια, την Πατησίων πάνω-κάτω και άλλα τερπνά, χαζοκουλτουριάρικα, ή όπως χαϊδευτικά τα αποκαλεί ο αδερφός μου «ασυναρτησίες» (αδερφέ correct me if I’m wrong). Πρέπει επιτέλους να γράψω κάτι άλλο. Κάτι με αρχή, μέση και τέλος. Κάτι με θέμα συγκεκριμένο. Κάτι για ένα κοινωνικό ζήτημα, για ένα προσωπικό μου που μπορώ να πω με τρόπο ώστε να αγγίξει τον μέσο αναγνώστη, τον συνάνθρωπό μου, κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απροσμέτρητη σοφία. Κάτι πιο απτό βρε παιδάκι μου. Φτάνει με τις αερολογίες.
Ε τώρα τι να σας πω. Οι αερολογίες είναι η ειδικότης μου. Κάνω διδακτορικό – αυτό από μόνο του αρκεί για του λόγου το αληθές. Δεν ξέρω να λέω για τους ανθρώπους. Τα λένε άλλοι καλύτερα (η σαδίστρια ας πούμε). Ίσως επειδή δεν ξέρω να λέω και για μένα. Και πως να ανάγω το προσωπικό σε κοινωνικό, ή έστω, κοινωνικού ενδιαφέροντος; Είναι πρωί ακόμα για τέτοια.
Γι’αυτό, λοιπόν, θα το πάω τελείως αλλού. Σήμερα μαγείρεψα κόκκορα με χυλοπίτες στο φούρνο. Το παράξενο δεν είναι ο κόκκορας, αλλά ότι μαγείρεψα. Είμαι γνωστή άχρηστη. Το ταλέντο μου είναι να διαβάζω, να ακούω μουσική, να πηγαίνω βόλτες, να κάνω κοπάνες ως φοιτήτρια, να βρίσκομαι με φίλους, να διυλίζω τον κώνωπα, να ψωνίζω cd, να μαζεύω στυλό και παρδαλά post-it. Αλλά να μαγειρεύω...jamais! Επ’ ουδενί δεν το σνομπάρω. Αντιθέτως, το θαυμάζω. Θαυμάζω τη μανούλα μου που τόσα χρόνια πρέπει να αυτοσχεδιάζει και να βρίσκει κάτι διαφορετικό για κάθε μέρα. Επίσης τη θαυμάζω γιατί είναι η καλύτερη μαγείρισσα που έχω συναντήσει όσα χρόνια είμαι στον πλανήτη. Και φυσικά, τη θαυμάζω γιατί με ανέχεται. Οι φίλες μου που μαγειρεύουν είναι επίσης μετρημένες στα δάχτυλα. Όταν μιλάμε, ποτέ δεν υπάρχει στιχομυθία του τύπου: Τι έκανες σήμερα; Ε, έριξα ένα μπριάμ στο φούρνο. Η μάνα μου συνέχεια λέει «έπρεπε να σε κάνω λιγότερο έξυπνη και περισσότερο νοικοκυρά», αλλά τώρα είναι αργά για δάκρυα.
Δεν έπαθα μετάλλαξη. Ούτε αποφάσισα να γίνω λιγότερο έξυπνη. Ούτε θέλω να εντυπωσιάσω κανέναν γκόμενο (έλεος!). Τι με έπιασε τότε; Μήπως έχω ενοχές για την αχρηστία μου; Μήπως αποφάσισα να περάσω στην άλλη πλευρά, της νοικοκυράς; Βαρέθηκα να διαβάζω Benjamin και Kabbalah; (μεταξύ μας, ψιλοβαρέθηκα). Όχι. Απλά κάποιος μου έθεσε ως όρο (δεν θα το έλεγα εκβιασμό), ότι αν δεν μάθω να κάνω τουλάχιστον τέσσερις συνταγές από αυτές που του αρέσουν, δεν θα με δεχτεί. Κι επειδή δεν σηκώνω τέτοια, αποφάσισα να τον διαψεύσω. Δεν το κάνω για αυτόν (ακούς;), για να τον ευχαριστήσω. Το κάνω για μένα, γιατί δεν θέλω να μη με δεχτεί και να μείνω στην απέξω. Κι επειδή αυτός ξέρει ότι λειτουργώ έτσι, μου πατάει τον κάλο (τέρας που είσαι). Κάπως έτσι πέρασα στις πανελλήνιες (επειδή η καθηγήτριά μου στο ιδιαίτερο μου έλεγε ότι με τέτοια λατινικά και με τέτοια μυαλά δεν πρόκειται να περάσω) κι έμαθα να κάνω στριφτά (επειδή ένας φίλος μου έλεγε ότι δεν θα το μπορέσω). Ο ίδιος άνθρωπος μου είπε ότι διοχετεύω τον συγγραφικό μου οίστρο σε λάθος πράγματα. Κι αυτό βάλθηκα να το διαψεύσω. Τελικά τη θέλω τη σφαλιάρα μου. Όχι επειδή είμαι ανταγωνιστική (μερικοί με λένε αντιδραστική), αλλά επειδή μου αρέσει να διαψεύδω, να καταρρίπτω εικόνες και εντυπώσεις που μπορεί να έχει κάποιος για μένα. Και κυρίως, την εικόνα που έχω εγώ για μένα (είναι κάπως θολή).
Και η Κλαψολεπίδα είχε εκφράσει έναν προβληματισμό για μια αποτυχημένη ομελέτα. Θα μπορούσε να είναι εισήγηση με τίτλο : «Η ομελέτα ως έκφραση του αδιεξόδου της σύγχρονης γυναίκα στη νεωτερικότητα». Δεν με νοιάζει αν αποτύχει η ομελέτα. Θα είναι τουλάχιστον δικιά μου. Αν δεν μου αρέσει, δεν την τρώω. Θα ξαναδοκιμάσω. Αλλά σε καμία περίπτωση, δεν το θεωρώ αποτυχία της γυναικείας μου φύσης να μην μπορώ να μαγειρεύω. Όποιος με παντρευτεί για να του μαγειρεύω, θα πεινάσει ή θα πάθει σκορβούτο από τα delivery. Στην τελική, ας μαγειρεύει αυτός. Για να μην πω για τη φυλή των Τάπερμαν (σε άλλο επεισόδιο).
Μπορεί βέβαια να τον αγαπώ τόσο πολύ, που για χάρη του να μάθω παστίτσιο, να του σιδερώνω τα πουκάμισα και να βλέπω Champions League τις Τετάρτες (για το τελευταίο δεν θα χρειαστεί και πολύ κόπος).
Και να μου αρέσει κιόλας.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 03, 2005

Μια Κυριακή

Είμαι ορκισμένη εχθρός της Κυριακής.
Αν, όμως, οι Κυριακές έμοιαζαν έστω και λίγο με την χτεσινή, θα άλλαζα ευχαρίστως γνώμη.
Ίσως φταίει το ότι έπινα κρασί για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας (βοηθάει). Ίσως φταίει το ότι έπινα παρέα με τις φωτεινότερες, πιο σπιρτόζικες φάτσες.
Ίσως επειδή η Πλάκα, τα Αναφιώτικα, η οδός Βύρωνος, οι βουκαμβίλιες, τα στενάκια με τα περίεργα ονόματα, οι Αέρηδες, ο ήλιος, όλα αυτά έχουν ακόμα γοητεία. Μπορείς ακόμα να κάνεις μια βόλτα σε όλα αυτά που είναι τόσο γλυκά. Και φυσικά υπάρχει η οδός Θεωρίας (μερικοί ψάχνουν ακόμα την οδό Πράξης).
Ίσως μάλλον επειδή - και κυρίως- μπορώ ακόμα να γελάω, να μην έχω σχέδιο, να ονειρεύομαι περπατώντας ανάμεσα στα περίπτερα της έκθεσης βιβλίου.

Α, και καλό μήνα.
eXTReMe Tracker