Τετάρτη, Αυγούστου 31, 2005

Subtle like a lion's cage


Και μετά; Ξανά βήματα πίσω. Δεν ξέρω με σιγουριά πόσα ακριβώς. Πάντως αρκετά, όσα χρειάζεται για να σταματήσεις πριν βρεις γκρεμό και νιώσεις το πόδι σου να χάσκει, δημιουργώντας κενό αέρος στο στομάχι και την αίσθηση της πτώσης χωρίς την ίδια την πτώση. Αν πέσουμε, θα είναι με τις ταυτότητες στο στόμα, γιατί θα μας βρουν και δεν θα μας αναγνωρίσουν καν. Θα μου λείπει κάτι πολύ κοντινό στον Θεό, όπως το έβλεπα σε εκείνη την παραλία αργά το βράδι, με το φεγγάρι κρεμασμένο πάνω από τη θάλασσα. Πόσες φορές καταλάβαμε ότι η νύχτα μας συμφέρει και πόσες ακόμα μας πρόδωσε ενώ φάνηκε ότι θα μας προφυλάξει. Το χαρτί σκίστηκε μόνο του. Με ενδιαφέρει να το ξανακολλήσω; Δεν θέλω σελοτέιπ, Λένα. Σκισμένο το θέλω το χαρτί. Και στα σκουπίδια. Αν είναι, καινούργιο χαρτί κι όχι το παλιό με hansaplast. Για όσο διαρκεί μια βόλτα, μισό λεπτάκι να στρίψω άλλο ένα τσιγάρο και φύγαμε. Πριν μήνες, έψαχνες ρακές – τις βρήκες, όλο το απόγευμα στο repeat ακούγαμε το Γκάλοπ, μετρώντας αναπνοές, λέξεις, πήρα το λάθος τηλέφωνο. Η γοητεία που ένιωθα για εκείνον καταρρακώθηκε – η γοητεία που ένιωθε εκείνος για μένα θόλωσε πίσω από τον εγωισμό του. Aπό εκείνο το απόγευμα κάτι μέσα μου πάγωσε ανεπανόρθωτα και κάτι άλλο άνθισε εξίσου ανεπανόρθωτα, προσπαθώντας να δούμε μέσα από την πόλη και τα τοξωτά μπαλκόνια του μαιευτηρίου της Έλενας (εκεί που γεννήθηκα δηλαδή, με μάτια ανοιχτά στα παράσιτα).

Ψημένες ρακές και Ολοφέρνης στα πόδια σου. Ο ξανθός μου πρίγκηπας, που μου αναλογεί – τόσα παραμύθια με δαύτον, κάπου ενυλώθηκε. Τον έναν τον άφησα στη Γερμανία, τον άλλον τον βρήκα εδώ. Μου φέρνεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και βολτάρουμε αγκαλιά. Τα χρόνια πέρασαν από τη μέρα που σε γνώρισα πίνοντας ρακές και ήθελα να σου φέρω το καραφάκι στο κεφάλι γιατί με εκνεύριζες (στο έχω πει). Μετά, ένα πρωί άσχετο, με πήρες αγκαλιά και με έφερες σβούρα. Έτσι πέρασαν οι χειμώνες, οι εξεταστικές, τα ταξίδια, οι εξαφανίσεις, και κείνη η μέρα που μας έπιασε θερινή μπόρα στον πορτοκαλί καναπέ.

Τηλέφωνα αγάπης – τηλέφωνα μέσα στη νύχτα. Συνεννοήσεις, κουβέντες, επιθυμίες, αφηγήσεις. Αγάπη – τι λέξη κι αυτή. Έλιωσε από την πολλή χρήση. Έλιωσε και μέσα σου και κόλλησε πάνω σε όλα, φέρνοντας ακινησία. Και αδυναμία να νιώσεις τη λιωμένη λέξη. Μέχρι κάποιος να σου δείξει ότι η λέξη είναι περιττή, έτσι κι αλλιώς. Την ξανα-άκουσες όμως, και ήταν νέα λέξη, ξεκολλημένη. Ήταν απλά σε λάθος στόμα. Η λάθος αγάπη. Τώρα είναι εκεί που πρέπει. Την ξεχνάς, αλλά στη θυμίζουν. Διαρκώς.

Ακόμα κι αν το σύμπαν επανερχόταν στη θέση του όποτε με κοίταζες. Ακόμα κι αν τα μάτια σου άστραφταν. Ακόμα κι αν ήθελα πιο πολύ τις στιγμές παρά τη συνέχεια.

Αισθάνομαι μέσα μου πλημμύρα για κάτι που δεν ξέρω, πιθανόν για κάτι που αρνούμαι να μάθω. Για το ένστικτό μου που δεν συνιστά επιχείρημα, για τα επιχειρήματα που δεν έχω και πρέπει διαρκώς να εφευρίσκω, για τις παγίδες που στήνω και ξεστήνω, για τις μουσικές, για τις λέξεις που ήταν μόνο λέξεις, για τις λέξεις που δεν έχω, για τα βράδια που απλά είμαι, για κάποιον με τον οποίον μπορώ ξανά να είμαι ό,τι κι αν είμαι χωρίς σκέψη. Δεν καταφέρνω και πολλά. Κολλάω μεταξύ επιθυμίας και αφήγησης. Μεταξύ θέλησης και τρόπου. Μεταξύ τεχνικής και αδυναμίας. Μεταξύ περιθωρίου και υποσημείωσης. Είπε, δεν μου αρέσουν τα αυτοκίνητα ούτε οι άνθρωποι. Εδώ θέλω να μείνω. Για πάντα. Μιλάμε και δεν καταλαβαινόμαστε. Μιλάμε, συχνά και πολύ και χωρίς λόγο. Αναλύουμε, τεμαχίζουμε, ουσιαστικά μονολογούμε σε κάποιον ακροατή που περιμένει τη σειρά του να πει κι αυτός το κομμάτι του και η ιστορία δικαιώνει τον καλύτερο ρήτορα. Κάθε μέτοχος μιας σκηνής ονειρεύεται νά ’χει αυτός την τελευταία λέξη. Μιλώ τελευταίος, «συμπεραίνω» θα πει αποδίδω ένα πεπρωμένο σε όλα όσα ειπώθηκαν, θα πει εξουσιοδοτώ, κατέχω, χορηγώ, επιβάλλω βιαίως το νόημα.

Θα πει, ελέγχω τη συζήτηση, επιλέγω πότε να την κλείσω. Τι είναι ο ήρωας; Είναι αυτός στον οποίον ανήκει η τελευταία ατάκα. Φαντάζεστε έναν ήρωα που δεν θα μιλούσε πριν πεθάνει; Φαντάζεσαι να πεθάνω πριν έστω μία πράξη ηρωισμού; Δεν θα το ήθελα.

Με τη γλώσσα παλεύω. Κι αυτή μαζί μου. Έχω επιζήσει από αυτά με τα οποία ήθελα να συνυπάρξω. Όλα γίνονται πλέον τόσο φυσικά που είναι σαν να μην υπάρχει τίποτα από το οποίο να επανέρθω. Πίνοντας μπύρες μεσημέρι στο Μοναστηράκι, δίπλα σε ζευγάρια που πίνουν καφέ χωρίς να κοιτάνε καν ο ένας τον άλλον, χωρίς να αγγίζονται (ζευγαριστάν, πόσο αφόρητο μου φαίνεται), ξέρω ότι η Τζάκι έχει δίκιο. Δεν ωφελεί να προσπαθείς να προστατεύεις τον εαυτό σου καμιά φορά, γιατί φυσικά και τα πράγματα γίνονται χωρίς εσένα, πέρα από σένα, χωρίς τέλος πάντων να σε λαμβάνουν τόσο υπόψη όσο θα ήθελες, όσο θα ήλπιζες, όσο πίστευες. Με προστατεύεις εσύ, όμως.

Και στο μυαλό μου βιολιά και ακορντεόν παρανοϊκά, κιθάρες σκοτεινές με ηχώ, φωνή που με βάζει στην μαύρη τρύπα του παρελθόντος, αυταρέσκεια των πλήκτρων, τραγουδάω δυνατά στον δρόμο, στο μετρό τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα από ένα τραγούδι, κάπνα, μπύρες κερασμένες στον πεζόδρομο της Δράκου, καράφες με κρασί σε μια ωραία αυλή, βραδινό ταξίδι από Πάτρα, όλα έγιναν σωστά (το πιστεύεις και συ), ιδρώτας, δαγκωματιές, βήματα, χαμόγελα, χάδια, χαστούκια, μοβ φωτιές, κίτρινα βλέμματα, τυρκουάζ υφάσματα, κοσμήματα από το παρελθόν, κοσμήματα από το παρόν, φροντίδα, σιωπηλή κατανόηση, απλωμένα πόδια στα κάγκελα, αιώρα σε μια τέλεια βεράντα, στο βάθος τα φώτα της πόλης, γελάμε, ποτίζω τα δέντρα στον κήπο μας ξυπόλητη στις λάσπες, ζέστη, θάλασσα που αλλάζει χρώματα, η συνομωσία μας πλέον με παρηγορεί, μου λες να μη γυρίσω σπίτι μου, no surprises.

For when she thought of summer rain
Calling for her mind again
She lost the pain
And stayed for more.

Κυριακή, Αυγούστου 28, 2005

Άντρες με μπαλάκια


Είσαι στην παραλία.
Έχεις απλωθεί στην ξαπλώστρα. Απολαμβάνεις έναν ωραίο φρέντο. Στρίβεις κι από κανένα τσιγάρο. Το κυματάκι είναι στα πόδια σου.
Διαβάζεις Downtown και κάθε τόσο, απορώντας με αυτά που διαβάζεις, γυρνάς προς τη Lady Elle, η οποία σε καθησυχάζει «Ναι, τόσο βλακεία/ τόσο χάλια/ άστα να πάνε».
Εκεί που βυθίζεσαι σε έναν κόσμο με κότερα, αδιάκοπα πάρτι, ηλιοκαμένες μοντέλες και αυτοδημιούργητους επιχειρηματίες, ακούς έναν γνώριμο ήχο. Γκντουπ- γκντουπ-γκνταπ-γκντουπ.
Ω ναι. Κάποιοι φερέλπιδες νέοι αποφάσισαν να παίξουν ρακέτες. Μπροστά σου.
Το αγνοείς. Η ξαπλώστρα είναι φίλη σου. Περνάς ωραία.
Και μέσα στην ησυχία και τον ρυθμό της ρακέτας (σαν χρονομέτρης), ακούγεται μια φωνή «Με ξεζούμισε η λυσσάρα ρε συ χτες!».
Κάπου εκεί κατεβάζεις διακριτικά το περιοδικό και αναζητείς την προέλευση του σχολίου.
Μαλάκας#1: Με ξεζούμισε ρε συ!
Μαλάκας#2: Έλα ρε μαλάκα!
Μαλάκας#1: Ναι ρε συ, σου λέω! Εξαντλήθηκα με την αχόρταγη!
Μαλάκας#2: Δηλαδή τι έκανε ρε συ;
Μαλάκας#1: Της έριξα άλλα δύο μετά που φύγατε!

(Απορία: Τα υπόλοιπα της τα έριξε με κοινό το οποίο έφυγε κάποια στιγμή γιατί κουράστηκε;)

Και ούτω καθεξής.
Γυρνάω προς τη Lady Elle αναζητώντας έναν μάρτυρα στον διάλογο που άκουσα. Εκείνη, ατάραχη, γυρνά σελίδα στο βιβλίο της και μου λέει «Ναι, το άκουσα». Ξέρω πόσο θα ήθελε να πάρει τη ρακέτα και να τους κοπανήσει στο κεφάλι μέχρι να βγει ο εγκέφαλός τους στον αστράγαλο. Αλλά είναι κυρία (κυρίως). Εγώ θα ήθελα απλά να τους πω ότι ακούγονται. Κι ότι ίσως δεν είναι προς τιμήν τους (όπως πιθανόν νομίζουν).
Οι ρακέτες, ρακέτες, όμως. Ατάραχοι οι νέοι. Ξεζουμισμένοι μεν, αθληταράδες δε.
Αυτό είναι, τα νιάτα. Δεν μασάνε! Ξανά προς τη δόξα τραβούν. Ρακέτες το απόγευμα, ξεζούμισμα το βράδυ. Και δελτίο τύπου την άλλη μέρα.

Κορίτσια, να κοιμάστε ήσυχες. Ακόμα κι όταν παίζουν ρακέτες, οι άντρες μιλάνε για μας! Ή μάλλον, για τον εαυτό τους. Το αγαπημένο τους θέμα.

Παρασκευή, Αυγούστου 26, 2005

Asi fue

Τέλος.
30.000 λέξεις, όξω απ' την πόρτα.

Είμαι έτοιμη για ξαπλωτούρα (a.k.a. ξαπλώστρα), φρέντο, ηλιοθεραπεία, αραλίκι, μπύρες, χάχανα, μάσα, ύπνο στρωματσάδα, κεριά στη βεράντα, ουρανό, βόλτες, χαζοδιάβασμα (όχι Κούντερα, τον τελείωσα ;-) κουτσομπολιό, εξομολογήσεις, βλέμματα, χαμόγελα, αγάπες, αγκαλιές, ζεστασιά, after sun γιαούρτι, ουζάκι παρα θιν' αλός, πλάνα που δεν πραγματοποιήσω και χρόνο σαν νερό που κυλάει.

Feel good μουσικούλα των ημερών: Orishas και Common

Πέμπτη, Αυγούστου 25, 2005

Προσοχή, ο σκύλος δαγκώνει


Πάει κι αυτό.
Πήγα Αθήνα για μια μέρα, για δουλειές που έπρεπε να γίνουν.
Κι έπεσαν όλα να με πλακώσουν.
Οι δρόμοι, τα λεωφορεία, η ζέστη, η τρεχάλα. Οι άνθρωποι. Ο εαυτός μου.
Το τρίγωνο των Βερμούδων μέσα στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί που όλα χάνονται μυστηριωδώς κάτω από την άσφαλτο, μέσα στις εξατμίσεις, την κίνηση και τους διαβάτες που σε προσπερνάνε.
Πήγα στο πανεπιστήμιο ύστερα από πολύ καιρό, σχεδόν δίμηνο...την ίδια εποχή που ξενυχτούσαμε πίνοντας κιλά κρασί μέχρι το ξημέρωμα (ακόμα χρωστάμε λεφτά για εκείνο το τελευταίο κιλό). Κουβέντες για το παραμελημένο μου διδακτορικό και το μέλλον του (δυσοίωνο ή ευοίωνο, δεν ξέρω ακόμα). Μαθήματα που πρέπει να παρακολουθήσω.
Τρεχάλα από δω, τρεχάλα από κει, σχεδόν καβγάδες με βαριεστημένους δημόσιους υπαλλήλους, πεταχτά φιλιά κι αγκαλιές με φίλους. Ο καθένας στην κοσμάρα του.
Κι εγώ στη δική μου, που μου αρέσει και δεν θέλω να την αφήσω, thank you very much. Έχω καφέ, καπνό, μπύρες στο ψυγείο και παγωτό στην κατάψυξη. Την βγάζω άνετα. Όποιος θέλει να μπει στη δική μου κοσμάρα, ας χτυπήσει το κουδούνι και θα του ανοίξω. Ίσως. Μπορεί. Πιθανόν. Αν αντέχει να βρει τον δρόμο μέχρι εδώ. Αν βρει το θάρρος να σηκώσει το χέρι του και να χτυπήσει το κουδούνι. Τρέχοντας ήθελα να γυρίσω στην ασφάλεια της λεμονιάς που είναι τώρα στο παράθυρό μου (κάποτε έκανα τα φύλλα της λεμονιάς σελιδοδείκτες). Να ποτίσω ξυπόλητη στις λάσπες, με τα ακουστικά στα αυτιά. Να την αράξω στην παραλία μέχρι να καώ. Να ακούω τα τζιτζίκια. Να τελειώσω τη μετάφραση επιτέλους (την τελείωσα).
Να έχω ησυχία και όχι υπαρξιακά άλλων που νιώθω να λούζομαι. Που αφήνω μάλλον τον εαυτό μου να λούζεται. Που με τόση ευκολία τα κάνω δικά μου, λες και δεν μου φτάνουν αυτά που ήδη έχω. Που δεν έχω μάθει ακόμα πρόσθεση. Έχω τα δικά μου, είπαμε, δεν θέλω άλλα. Να είμαι μακριά. Μακριά κι αγαπημένοι. Touching from a distance δεν έλεγε ο μακαρίτης; Πρέπει πάντα να ξέρεις πότε να κάνεις ένα βήμα πίσω. Κι όχι μόνο ένα, αλλά όσα χρειάζεται. Για να πάρεις φόρα και να τρέξεις ξανά προς τα μπροστά. Προς τον άλλον, προς τον εαυτό σου. Προς.
Τρέχοντας γύρισα και με προϋπάντησε η Τζάκι, που έσκασε μύτη το απόγευμα για καφέ, βγάζοντάς με από τη στοίβα των λεξικών. Άυπνη, κουρασμένη, με δυό τεράστιους φραπέδες στη βεράντα, και πολύ γέλιο. Πολύ. Από αυτό που σε ξυπνάει καλύτερα κι από τρεις εσπρέσσο τον έναν πίσω από τον άλλον.
Ακόμα διακοπές κάνω. Δεν θέλω να γυρίσω. Δεν θέλω σχολική χρονιά. Ούτε να αποφασίσω θέλω. Αποφασίζω να μην αποφασίσω (κι αυτό απόφαση είναι). Θέλω αν μου τη βαρέσει, να μαζέψω βαλίτσα και να φύγω.
Εγώ δεν θυμάμαι τόσα πράγματα, εγώ γυρνάω στις πίσω μου σελίδες, που τις ξέρω, είναι σίγουρες, δεν με τρομάζουν πια. Ασφάλεια νιώθω, σχεδόν. Γιατί ξέρω την εξέλιξη, την έχω ζήσει και την έχω ξεπεράσει, με μια κίνηση. Μέσα μου. Πάντα ξέρω σχεδόν. Κι όπως οι περισσότερες γνώσεις, άχρηστη κι αυτή. Θέλω να φτάνουν λίγα πράγματα. Να μην είμαστε όλοι με τον φόβο ότι ένα πρωί θα ξυπνήσουμε και θα έχουμε γίνει κατσαρίδες. Να μην χρειάζεται συνέχεια να στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων (1,76 είμαι, πόσο πιο ψηλή να είναι η περίσταση;). Θέλω να ρίχνω το επίπεδο εκεί που του αξίζει. Εκεί που πήγε μόνο του. Αν αφήσω το επίπεδο στην ησυχία του, θα με αφήσει κι αυτό.

Όποιος ανοίγει όλες τις πόρτες, μπορεί να τις κλείσει όλες.
Antonio Porchia

Τρίτη, Αυγούστου 23, 2005

Γιατί έτσι μου αρέσει


I blew it
And if I knew what to do, then I'd do it
But the point that I have, I'll get to it
And forever for her is over for me
Forever, just the word
that she said that means never
To be with another together
And with the weight of a feather it tore into me


Then I knew it
All the work that it took to get through it
On the wings of a feather that flew it
Fell onto my shoe it cut up into me

Well, everybody's reaction is changing you
But their love is only a fraction of what I can give to you
So let's do it, just get on a plane and just do it
Like the birds and the bees and get to it
Just get out of town and forever be free
Forever, I wonder we could stay together
It could change if you want for the better
Just turn down my shirt and lay down next to me

I blew it

And if I knew what to do, then I'd do it
But the point that I have, I'll get to it
And forever for her is over for me
Forever, just the word that she said that means never
To be with another together
And with the weight of a feather it tore into me

Well, everybody's reaction is changing you
But their love is only a fraction of what I can give to you
Well, let's do it, let's get on a plane and just do it
Like the birds and the bees and get to it
Just get out of town and forever be free
Forever, I wonder we could stay together
It could change if you want for the better
Just tug at my shirt and lay down next to me

Δευτέρα, Αυγούστου 22, 2005

Move over

Ύστερα από 7.000 λέξεις σε 2 μέρες, νομίζω δικαιούμαι να πάω να σαπίσω στην παραλία για όσες ώρες αντέξω (έχω κι ένα μαύρισμα να ανανεώσω). Και να γυρίσω για τον δεύτερο γύρο...

Τα βράδια είναι τόσο ήσυχα. Βεράντα, μπυρίτσα, μουσική και το φεγγάρι απέναντι. Και τίποτα τριγύρω. Όλα μακρινά, θολά, σχεδόν χωρίς σημασία. Κάπου στην πόλη, που ούτε να τη φανταστώ δεν θέλω, πόσω μάλλον να γυρίσω σε αυτήν....για τη νέα σχολική χρονιά (σχολική πρέπει να είναι, αλλά μεταξεταστέα με κόβω). Για ό,τι είναι να γυρίσω.

Τις τελευταίες μέρες έχω ακούσει και πολύ μουσική. Μεταξύ άλλων άκουσα Outkast, White Stripes, Black Eyed Peas, Εels, Common, British Sea Power, Gorillaz, Coldplay, and last but not least, Janis Joplin.... (σε γενναίες δόσεις). Τι να πεις; η πρώτη γυναίκα ροκ σταρ.


You say that it's over baby,
You say that it's over now,
But still you hang around me, come on,
Won't you move over


(σε ελεύθερη μετάφραση: άντε κάνε παραπέρα αγοράκι μου)



Ιδανική μουσική για φεγγαράδα: Gotan Project, 2046 OST

Κυριακή, Αυγούστου 21, 2005

Ανάσα


Who would have known
That a boy like him
Would have entered me lightly
Restoring my blisses

Who would have known
That a boy like him
After sharing my core
Would stay going nowhere

Who would have known
A beauty this immense
Who would have known
A saintly trance

Who would have known
Miraculous breath
To inhale a beard
Loaded with courage

Who would have known
That a boy like him
Possessed of magical
Sensitivity
Who would approach a girl like me
Who caresses cradles his head
In her bosom
He slides inside
Half awake, half asleep
We faint back
Into sleephood
When I wake up
The second time
In his arms
Gorgeousness
He’s still inside me

Who would have known
Who ahhh
Who would have known
A train of pearls
Cabin by cabin
Is shot precisely
Across an ocean

From a mouth
From the mouth
Of a girl like me
To a boy
To a boy
To a boy

Χαμένη στη μετάφραση


Πόσες φορές σε αυτή τη δουλειά, δεν έχω αναρωτηθεί: Has the Perrier gone straight to my head? Or is life sick and cruel instead?
Η μοίρα το έφερε να γίνομαι μάρτυρας ανηλεούς κακοποίησης της ελληνικής γλώσσας, λόγω επαγγελματικού βίτσιου.
Γενικά είμαι επιεικής άνθρωπος (έτσι θέλω να πιστεύω). Δεν είναι μια δουλειά που μπορείς να πάρεις πολύ προσωπικά – δεν είσαι και γιατρός. Μεταφραστής είσαι. Είναι σίγουρα παραγωγική δουλειά – και πολύ παρεξηγημένη.
Όταν κάνεις, λοιπόν, αυτή τη δουλειά, κάθε τόσο δοκιμάζεσαι. Δοκιμάζονται οι αντοχές σου, η επιείκειά σου, η ανοχή σου απέναντι στους άλλους. Καμιά φορά, σού ρχεται να κυνηγήσεις τον συγγραφέα του κειμένου πάνω στο οποίο δουλεύεις. Και να τον υποβάλλεις σε απίστευτα βασανιστήρια, ένα εκ των οποίων θα είναι να του διαβάσεις δυνατά το κείμενό του και να του πεις να στο εξηγήσει.
Και ερωτώ κύριε πρόεδρε: αν δεν το καταλαβαίνω εγώ, που μοιραζόμαστε υποτίθεται την ίδια μητρική γλώσσα, ΠΩΣ θα το καταλάβει ο Άγγλος/Γάλλος/Πορτογάλος ;;;
Γιατί οι μηχανικοί (πολιτικοί, software engineers, και πλείστοι άλλοι) γράφουν ελληνικά που μόνο αυτοί καταλαβαίνουν; Γιατί νομίζουν ότι αρκεί να ξέρεις ελληνικά (που δεν ξέρουν) για να γίνεις κατανοητός από έναν συμπατριώτη σου;;
Εμ δεν αρκεί, φίλε οδηγέ. Αν δεν ξέρεις το συντακτικό και τη γραμματική that goes with it, απλά βασανίζεις τους άλλους και τον εαυτό σου. Γιατί μπορεί και ο Δημοσθένης να είχε μια παράγραφο 10 γραμμές (τόσο άγνωστο στα αρχαία της τρίτης δέσμης δεν ξεχνιέται εύκολα), αλλά τουλάχιστον εκείνος είχε δευτερεύουσες, είχε σύνταξη. Καταλάβαινες τι έλεγε. Θα μου πεις, ο Χειμωνάς δεν έχει σημεία στίξης και τον καταλαβαίνεις. Και ο Μπέκετ το ίδιο. ΕΣΥ, όμως, που δεν είσαι ούτε Χειμωνάς ούτε Μπέκετ, αλλά ξημεροβραδιάζεσαι στο εργοτάξιο, με το κίτρινο κράνος και τα σχέδια ανά χείρας, ή σε ένα γραφείο με το Αρμάνι σου και τα Davidoff τσιγάρα σου, πίνοντας τόνους γαλλικού καφέ και παζαρεύοντας εκατομμύρια, γιατί το παίζεις μεταμοντέρνος στου κασίδι το κεφάλι; Γιατί δεν χρησιμοποιείς σύνταξη; Γιατί δεν βάζεις δευτερεύουσες; Και γιατί έχεις την απαίτηση από εμένα, να κάνω τη μαλακία σου εξίσου κατανοητή σε μια άλλη γλώσσα, όταν αυτό που χρησιμοποιείς δεν είναι καν η δική σου γλώσσα, αλλά ένα υβρίδιο δικής σου επινόησης; Απορία ψάλτου βηξ...
Η μετάφραση είναι ύπουλο πράγμα. Οι περισσότεροι νομίζουν: έλα μωρέ, σιγά, πόσο θα σου πάρει; Μια ζωή αγαπητέ. Ο μεταφραστής δεν είναι φούρνος μικροκυμάτων, πατάς ένα κουμπί, ρυθμίζεις το ρολόι κι όξω απ’ την πόρτα. Είναι βαριά καλογερική, ιδιαίτερα αν κάνεις φρι λάντζα. Αν κι έχω δει πολλές κουλαμάρες τα χρόνια που δουλεύω (κι είναι κάμποσα), πάντα με εκπλήσσει η ανικανότητα των Ελλήνων να γράψουν ελληνικά. Θα μου πεις, το κείμενο είναι εξειδικευμένο. ΟΚ. Φέρε μου έναν πολιτικό μηχανικό ή έναν δικηγόρο ή έναν μεγαλοexecutive κάποιας κατασκευαστικής και πες του αν καταλαβαίνει αυτό που μεταφράζω τώρα. Αν το καταλάβει, τρύπα μου τη μύτη. Ή μάλλον, κάνε μου τατουάζ (ευκαιρία ψάχνω). Οι μακροσκελείς προτάσεις, η δήθεν επιστημονικότητα ή εξειδίκευση του λεξιλογίου, η χρήση πολλών δύσκολων λέξεων η μία μετά την άλλη, δεν δείχνουν ενδελεχή γνώση του αντικειμένου (τόσο ενδελεχή και βαθιά, που μόνο ο Κουστώ θα την έβρισκε), αλλά απλώς ανικανότητα να βάλεις τη σκέψη σου σε τάξη και να γίνεις κατανοητός από έναν μέσο άνθρωπο με μέσο I.Q. Ακόμα κι αν αυτός είναι ο μεταφραστής, που δουλειά του είναι να λύσει τον γόρδιο δεσμό του κειμένου. Άνθρωπος είναι κι αυτός!

Λευτεριά στον σκλαβωμένο μεταφραστή

Ακούγοντας: Music has the right to children – Boards of Canada

Παρασκευή, Αυγούστου 19, 2005

Κατσαριδοκτόνο

Ξέρεις κάτι; Δεν υπάρχει εντός εορτής, ούτε κατά τη διάρκεια. Υπάρχει εορτή.
Κατόπιν, δεν υπάρχει τίποτα παρά το κατόπιν εορτής. Και η εορτή δεν υπάρχει πια. Την ακυρώνει το κατόπιν. Κατόπιν, όλα τα άλλα εκτός της εορτής, πέραν αυτής. Η κριτική, οι εκτιμήσεις, τα σχόλια, τα μήπως-αν-έκανα-το-ένα-και-όχι-το-άλλο. Τα τι-θα-γινόταν-αν. Το κατόπιν μας πήρε στο κατόπι…και μεις τρέχουμε.

Γιατί να είναι όλα θέμα αντοχής;
Και τι κερδίζεις ανάλογα με τα όσα αντέχεις;
Το βραβείο αντοχής;
Ή μήπως της ανοιχτής παλάμης; (σταθερή αξία)
Έξτρα πόντους μήπως; (στους 100, δώρο η καφετιέρα)
Ή απλά σκληραίνει το καύκαλό σου, το βλέμμα σου απέναντι στους άλλους, θωρακίζεσαι, αρματώνεσαι σαν αστακός, και περιμένεις το επόμενο που θα πρέπει να αντέξεις; Ή απλά δεν περιμένεις τίποτα, γιατί όλα θα γίνουν έτσι κι αλλιώς... (;)
Κι αντέχεις. Και γίνεται τελείως φυσικά. Σαν να μην υπάρχει τίποτα από το οποίο να πρέπει να επανέρθεις. Γιατί όλα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα νά ναι...(εφηβικά κολλήματα, το ξέρω)
Διαβάζεις ένα ωραίο κείμενο και για λίγο το μυαλό σου ξεφεύγει. Γυρίζει στα όσα έχεις εγκαταλείψει το τελευταίο δίμηνο (καταραμένε Κάφκα), τα νοσταλγείς, νιώθεις όμως ανημπόρια απέναντί τους.

Γιατί κοιμάσαι στρωματσάδα στη βεράντα κι όταν ανοίγεις τα μάτια, βλέπεις έναν ιβίσκο. Πορτοκαλί.
Γιατί βλέπεις την πανσέληνο πίνοντας μπύρες στην ησυχία.
Γιατί έχεις συγγενείς. Δίχτυ ασφαλείας. Αγκαλιά. Κανά δυό που σε αγαπούν, είναι εκεί έξω, και δεν φοβούνται να το πουν και να το δείξουν. Που σε σκέφτονται όπου κι αν είναι. Που σε καταλαβαίνουν με ένα βλέμμα. Και μετά γελάς δυνατά, δίπλα στη θάλασσα, με κρασί και γαρίδες, αδιαφορώντας για τις όποιες διαστάσεις των όποιων πραγμάτων.
Υπάρχει η στιγμή εκείνη, φωτεινή σαν χαϊκού. Που σου τρυπάει τα μάτια. Και για λίγο ασκείς την όρασή σου, εκείνη που σου δόθηκε μια Πέμπτη του Μαρτίου.

Look at the stars
Look how they shine for you
And everything you do
Yeah, they were all yellow


She could have been a poet

Πήγα να πάρω ένα λεξικό. Φυσικά δεν το πήρα. Πήρα το βιβλίο της Μαλβίνας.
Στο εξώφυλλο, τα μάτια της, διαρκώς υγρά, μεγάλα και χωρίς απαντήσεις – γεμάτα έκπληξη. Θέλουν να έχουν έκπληξη απέναντι σε όλα αυτά που έβλεπαν. Την αναζητούν, τη δημιουργούν.
Τα κείμενά της από το (symbol), πριν πεθάνει – κι αφήσει στο δωμάτιο μια τρύπα...

Αυτή η γυναίκα έχει κάτι το ακατάτακτο – είναι ακατάτακτη. Θέτει σε αχρηστία τη φάμπρικα των επιθέτων, ενώ την ίδια στιγμή σχεδόν σε καταδικάζει σε αυτήν. Τι άλλο να κάνεις παρά να ψάχνεις για προσδιορισμούς μπροστά σε ένα τέτοιο πλάσμα;Ίσως να μην ψάχνεις για τίποτα, και ειδικά για επίθετα, για ταξινομητικούς θανάτους – πόσο δύσκολο όμως είναι αυτό για όλους μας, που έχουμε μάθει στην ευκολία της ταμπέλας, θέλοντας να βολευτούμε κι εμείς πίσω από μία (αν μας χάσει κανείς, να ξέρει που να μας βρει βρε αδερφέ) την ίδια στιγμή που παλεύουμε να την πετάξουμε από πάνω μας. Ξύνουμε το δέρμα μας μέχρι να ματώσει – καλύτερα αίμα παρά επίθετο. Υπάρχει λοιπόν, ομορφιά μου, κάτι πολύ πιο επιδέξιο και ειλικρινές από το να είσαι ο εαυτός σου: το να είσαι ο ρόλος σου. [...] Χωρίς τον εαυτό μου υπάρχω. Χωρίς τον ρόλο μου, δεν είμαι τίποτα.
Αρκετά γράφτηκαν για αυτήν ώστε να μη χρειάζονται κι άλλα. Ίσως όμως να είναι τελικά λίγα. Ή έστω, άκαιρα. ‘Οπως και για μερικούς άλλους, μένουν όλα στο στάδιο της απόπειρας. Η γλώσσα της είναι υπαρκτή – δεν είναι γιαλαντζί γραφή ιλλουστρασιόν ανθρώπου που αναρωτιέσαι τι κάνει τα πρωινά. Εκείνη την βλέπεις να καπνίζει στο κρεβάτι, να μαζεύει φίλους από την είσοδο της πολυκατοικίας της, να μιλάει με τις ώρες στο τηλέφωνο, να μαγειρεύει φαγητά με δύσκολα ονόματα, να κουβεντιάζει με τα παιδιά της για γκομενικά, να ερωτεύεται μέχρι θανάτου και να κάνει όσα οι υπόλοιποι πιθανόν να σκεφτήκαμε μόνο (και ούτε...) Την βλέπεις να εισπνέει μέχρι τα κατάβαθά της ό,τι έχει να της δώσει η πόλη, οι άλλοι, τα τηλέφωνα μέσα στη νύχτα, τα σκυλάδικα, οι πυρπολημένοι φίλοι της, οι τσαλακωμένες σελίδες των βιβλίων. Να κλαίει με ελληνικές ταινίες, να τσιτάρει Μπέρνχαρντ και την ίδια στιγμή να πελαγώνει από λογαριασμούς, από την ανθρώπινη φύση, από αδυναμία, από υπερβολική ζωή.
Ο Φρόιντ έχει σχέση με το βετέξ και ο Μπέργκμαν επηρρεάζει τα γεμάτα τασάκια της Κυριακής. Τα μπαχάρια της Σοφοκλέους έχουν σχέση με τους ασπόνδυλους έρωτες. Η Μπάρμπαρα Κάρτλαντ με τα godiva στην Πέμπτη Λεωφόρο.
Αυτά τα κείμενα, όμως, έχουν κάτι άλλο. Είναι δύσκολα. Πυκνά. Έχουν μέσα τους μια κρυφή γνώση. Έναν κυνισμό που απορρέει από μια υπέρτατη αγάπη, μια αθεράπευτη καψούρα για πράγματα και ανθρώπους. Μια σιγουριά που όμως δεν πνίγει. Απλά κάθεται απαλά πάνω σε ό,τι την περιβάλλει. Σε ό,τι συμβαίνει, βλέπει τη διάστασή του στο άλλο σύμπαν, το παράλληλο. Εκείνο που της άρεσε τόσο. Θέλει να είναι ανάλαφρη, αλλά πλέον δεν μπορεί. Μπορεί μόνο εκλάμψεις να έχει, καθώς όλα φαίνονται ξαφνικά στις διαστάσεις τους, έστω και μέσα από τον καπνό του τσιγάρου της.
Βricolage με τις λέξεις – και μετά, φωτιά με αλκοόλ και καψουροτράγουδα.

Lick my legs
I’m on fire
Lick my legs
I’m desire

Τετάρτη, Αυγούστου 17, 2005

Ξέρεις ότι είναι καλοκαίρι όταν....


- Έχεις τελειώσει δύο μπουκάλια αντηλιακό και τρία after sun και ακόμα αγοράζεις. Μάλλον έχεις κάνει πολλές διακοπές φέτος.
- Κάνεις βούτες με φρέσκο ψωμί στη χωριάτικη, στη βεράντα, με τα πόδια απλωμένα στα κάγκελα και σάουντρακ τα τζιτζίκια
- Κοιμάσαι τσιτσίδι για μεσημέρι χωρίς να είναι απαραίτητα μεσημέρι
- Κολλάς μήκυτες
- Είναι σαν να μην υπάρχει κλιματιστικό όταν κάνεις σεξ
- Τρως καρπούζι, φοράς σαγιονάρες, γλείφεις τα δάχτυλά σου
- Δεν σου φτάνει μισό κιλό παγωτό την ημέρα
- Παίρνεις λεωφορείο μόνο για τον κλιματισμό
- Κυκλοφορείς μονίμως με ένα σακ βουαγιάζ, γιατί ποτέ δεν ξέρεις που θα κοιμηθείς και που θα σε βγάλει ο δρόμος
- Οι επόμενες διακοπές είναι ένα τηλεφώνημα μακριά
- Τα ραντεβού δίνονται στο λιμάνι του Πειραιά
- Διαβάζεις μόνο Κοσμοπόλιταν, In style, Elle, και στο τσακίρ κέφι αστυνομικά από το περίπτερο (φήμες που θέλουν τη Μαρκησία να διαβάζει Κούντερα στην ξαπλώστρα διαψεύδονται ως κακοήθειες. Η Lady Elle εντούτοις, τις επιβεβαιώνει – προς μεγάλη της λύπη).
- Ο καφές σου σε περιμένει πριν τον παραγγείλεις (Πέτρος rules)
- H ξαπλώστρα είναι το πιο τρέντι αξεσουάρ που μπορείς να φοράς όλη μέρα, κάθε μέρα
- Δεν έχεις σχεδόν ποτέ καλό σήμα στο κινητό σου
- Οι φίλοι σου σε βρίζουν (πάλι λείπεις μωρή; Που γυρνάς; Άνεργη άνεργη όλο έξω είσαι!)
- Ακούς Λάμψη δυνατά και διαπιστώνεις έντρομη ότι μπορεί να μην ξέρεις ούτε τα μισά, αλλά έχει πλάκα
- Σχεδιάζεις τελετές γονιμότητας υπό το σεληνόφως (αν όχι σε ταράτσα στο Χαλάνδρι, τότε σε παραλία ή σε βουνοπλαγιά)
- Κάνεις πεντικιούρ (κόκκινο, εννοείται)
- Έρχεσαι σε επαφή με τη ρηχή πλευρά σου, που είχες παραμελήσει, πιθανώς να αγνοούσες, αλλά τελικά, μάλλον την προτιμάς (τουλάχιστον το καλοκαίρι)

Οδηγώντας νύχτα





Το καλύτερο πράγμα που μου συνέβη φέτος είσαι εσύ.

Και μένα μανάρι μου, και μένα....


Driving in your car

I never never want to go home

Κυριακή, Αυγούστου 14, 2005

Κόσμημα από το παρόν


Kiss me on the lips
On the eyes.
Our name will be forgotten in time.
Noone will remember our work.
Our life will pass like traces of a cloud
And be scattered like mist chased by the rays of the sun.
For our time is the passing of a shadow.

Σάββατο, Αυγούστου 13, 2005

Άλλοθι με 39ο καλοκαίρι

Now playing...:

Interpol – Turn on the bright lights
Antics
DJ Shadow – Entroducing
Queens of the Stone Age – Songs for the deaf
Madrugada
The hours (Philip Glass)
Λένα Πλάτωνος (πες με τρεις λέξεις το πολύ...)
Οι επιλογές που έγραψα τον Ιούλιο σε στιγμές έμπνευσης
1 Giant Leap (στη βεράντα της Λευκάδας)
Thievery Corporation (στο δρόμο για Λευκάδα )
2046 OST (το είδα μόνη μου. Δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κάθισμα. Έλιωσα..)
Arcade Fire – Funeral
Cocteau Twins – Treasure (εκείνος που δεν βρίσκει κανείς...)
The THE - Dusk (το βινύλιό μου πλέον γρατσουνισμένο – ήμουν Δευτέρα Λυκείου, δεν τους ήξερε κανείς, ανατρίχιασα, the only true happiness this way lies…)
Elliott Smith – XO
Bjork – Debut (με την τιμή από το δισκάδικο στη Γερμανία ακόμα κολλημένη)


Interpol – ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά
Απλά γιατί έτσι. Με σώνουν.
Στη βεράντα σου εκείνο το απόγευμα, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος, είχαμε ανοίξει το κρασί, I had my back turned, you didn’t realize I’m lonely. Με ρώτησες τι είναι τούτο; Σου άρεσε πολύ. Απέναντι σήματα μορς στον ακάλυπτο, το ζάπινγκ στην τηλεόραση. Νωχέλεια. Ο Λυκαβηττός. Γελάμε. Το είχα ανάγκη. Δεν έκλαψα. Έλιωσε το σπίρτο απάνω στο χέρι μου και μόνο μέσα μου φώναξα ωχ. Δεν με άκουσε κανείς. Ούτε καν εγώ....

Will you put my hands away, will you be my man?

Παρασκευή, Αυγούστου 12, 2005

Obstacle 1


Έκανες αυτοσυντήρηση;
Όχι βέβαια. Ούτε καν αυτοδιατήρηση, αυτο-αποτίμηση, τίποτα σε αυτοπαθές. Έτσι νόμιζα. Τελικά το μόνο που έκανα ήταν να κοιτάω προς τα μέσα, μακροβούτι με μάτια ανοιχτά στη θολούρα, να ψάχνω αστερίες και βοτσαλάκια.
Μετά, όμως, βραδιάζει και οι δρόμοι της πόλης φωτίζονται. Ακόμα και η λεωφόρος είναι άδεια πια, φωτισμένη, με όσους έμειναν να φυλάνε τα μπόσικα, τουρίστες στο χωνευτήρι. Για μια στιγμή όλα μοιάζουν ατέλειωτα. Περπατώντας αποκτώ υλικότητα - υπάρχει διάφανη υλικότητα; Φαίνομαι στα μάτια ενός οδηγού όσο περνάω το φανάρι. Στα αυτιά μου εισχωρεί βίαια και απόλυτα το Obstacle 1 – her heaven is never enough. She puts the weights into my little heart.

Πάντα μου αρέσει η φωτισμένη Ακρόπολη. Δεν την βρίσκω φολκλόρ, υπερβολική, τουριστικό αξιοθέατο, συνοδευτικό του μουσακά και του τσολιά στ’ ανάκτορα. Τη βρίσκω απίστευτα λαμπερή, μοναχική, στον κόσμο της – ό,τι κι αν της επενδύουμε εμείς, οι άλλοι, ο κόσμος, ο πλανήτης, η πολιτιστική κληρονομιά, αυτή απλά στέκει πέρα από τις ερμηνείες. Και ο πεζόδρομος μου αρέσει φωτισμένος. Θυμάμαι μετά τη συναυλία του DJ Spooky που κατηφορίζαμε προς Θησείο, γελώντας, ξέροντας από τότε νομίζω...(ισπανική υποχώρηση) Κάπου στο βάθος παίζει το Bedshaped. Στην αρχή νομίζω ότι δεν άκουσα καλά.. Κρύες μπύρες στην έρημη πόλη. Ησυχία. Το φαντασιακό μου σώμα παλεύει με το καρτεσιανό. Το cogito και το ergo sum, σκέτο, όπως η κραυγή της Sarah Kane στην Ψύχωση 4.48. Ergo sum, άρα υπάρχω, υπήρχε άραγε ποτέ καμία αμφιβολία;

Κάπου σ’αυτή την πόλη, αυτό το καλοκαίρι, μου ανήκει μια στιγμή προσωπικής ανθολογίας και μυθολογίας, ένα βράδι φωτισμένο, γεμάτο βήματα, βλέμματα, χειρονομίες που τώρα κατασταλάζουν γλυκά μέσα στις αλήστου μνήμης αναμνήσεις μου. Μου ανήκουν απογεύματα σε βεράντες, γέλια, αποδράσεις στις 4 το πρωί, μπύρες στο Au Revoir, κρασιά, περπάτημα σε όλη την πόλη λίγο πριν χαράξει, περιπετειώδεις διακοπές, πεύκα και θάλασσες, αλμύρα στο δέρμα μου, ήλιος στα μαλλιά μου. This night has opened my eyes, θέλω την αφή, θέλω sunspots, κάψιμο, δώσιμο, βλέμμα στα ίσια, ξόρκια, ένστικτο, άγγιγμα μέσα στη νύχτα.

Θυμάσαι πριν χρόνια που μου έλεγες για εκείνο το ποίημα του Μπόρχες, The things that might have been: el amor que no compartimos… Καραμέλα. Και δικαιολογία. Και επιχείρημα. Κι όταν στέρευες από λόγια (πολύ συχνά) μου το έβαζες μπροστά για υπεράσπιση και προστασία. Κι όταν σου είπα: και τα things that are? Τι γίνεται με αυτά; Δεν είχες απάντηση. Και τώρα, στα might have been εύκολο να κολλήσεις. Τόσο παρηγορητικό το ένδοξο παρελθόν, γιατί όλα στο παρελθόν μοιάζουν ένδοξα, περίφημα, φωτεινά, αψεγάδιαστα μέσα στο χρόνο που τα κάλυψε, τα εξωράισε απροσδόκητα, όταν στο παρόν τους ήταν αβάσταχτα, δύσκολα, μαλακίες. Τώρα είναι περίφημα, ταριχευμένα, ακίνητα στη στιγμή τους. Αποκομμένα λες από τη ροή του χρόνου. Αυθύπαρκτα. Ανίκητα στην όποια σύγκριση. Επιβλητικά. Εύκολα. Τώρα πλέον, εύκολα.

Θα πάρεις την παρουσία μου; Εκεί που θα πας, μαζί σου. Δεν έχω τίποτα πιο έξυπνο να σου πω ή να σου δώσω. Ιδιοφυώς παράλυτη, με θάμπωσε το ανατέλλον νετρίνο. Καμιά φορά η αναζήτηση είναι ήδη ανευρεθείσα και η ανάγκη μας για όποιες απαντήσεις είναι ήδη ικανοποιημένη. Απόψε βλέπω καθαρά τους γρίφους και τις λύσεις...Μια απάντηση σε τι θα έκανε τα πράγματα καλύτερα ή ευκολότερα; Τι είδους απάντηση; Με ποιόν τρόπο διατυπωμένη; Αφού εσύ ρωτάς κι εσύ απαντάς, με τόσο έλεγχο στην ανταλλαγή, την ακυρώνεις. Το ήξερες πιθανόν. Αλλά ήσουν έξι ώρες προς τα εδώ. Κι εγώ έξι ώρες προς τα εκεί. Διαφορά ώρας που λένε. Παραζαλισμένοι και οι δύο.

I stumble in and in
You fit me with those angel wings
Set me goal
Set me high
Set it up I'm in the sky

Πέμπτη, Αυγούστου 11, 2005

Κι όμως, όλοι κάποτε κλάψαμε

Κάποιοι κλάψαμε κι εξαιτίας της.

Ακόμα μια αδιαμαρτύρητη γλώσσα δίχως γεύση μοιάζει η προσπάθειά μου να μιλήσω για αυτήν. Οι εξιστορήσεις της στέκουν σαν saga από τη Σκανδιναβία, γεμάτα άγνωστους ήρωες, αρπαγές και λεηλασίες στιγμών, φωτογραφικών φυτών, της ουσίας που θα δέσει το γλυκό.
Εγώ πεζή κι αυτή αστροπλόος, παρόλα αυτά γιορτάσαμε ρετρό τον έρωτα μαζί, ρετρό, αναδρομικά και υστερόχρονα, ταριχευμένο στη βιτρίνα με τα λεπιδόπτερα, τσαλαπατημένο στην άσφαλτο σαν σχολικό τετράδιο περσινής χρονιάς με ασκήσεις φυσικής άλυτες και ακατανόητες.
Εγώ στην κορφή του Αραράτ κι αυτή να με ρωτάει αν έκανα αυτοσυντήρηση. Άγρια κληρονομιά το βλέμμα της, πάνω από το τεράστιο πιάνο με την ουρά, ή την κονσόλα με τα κουμπάκια βαμμένη με τη λαδομπογιά από αίμα, κρατώντας την κόκκινη καρφίτσα, απειλώντας να σπάσει τη συστολή και τη διαστολή.
Δεν είμαι σίγουρη αν με αγαπάνε, γι’αυτό περιμένω να χτυπήσει το τηλέφωνο, σχίζω τα χαρτιά μου κι αυτή είναι σε μια παραλία τεράστια σαν το άπειρο των επιλογών, περιμένοντας την απογείωση της αναγκαστικής επιβίωσης.
Κορίτσι βιαστικό, στο εμπορικό κέντρο, περιμένοντας –έστω και παραμένοντας, ανυπότακτη στην επιτήρηση, μάρτυρας ειλικρινής, της λέω τα νέα μου ψιψίνα, αυτή μου διηγείται την ιστορία δύο τρένων που περνούν το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς να συγκρουστούν και μετά καπνίζουμε σε μια ταράτσα της Υδρογείου. Αντίδοτο υπογείου η θέα στα υγρά τοπία και τα μάτια των παιδιών που κρατούν αδύναμα μπαλόνια, εγώ στο τρένο για Λονδίνο να ξέρω ότι τίποτα δεν μου είχε φανεί πιο αληθινό από ετούτη τη στιγμή, όσο κι αν με στέλνει πίσω. Της λέω με τρεις λέξεις το πολύ, τι έκανα όταν με αδικήσανε: για μια ώρα στο κρύο μιλούσα ξαφνικά ξεμέθυστη, συναρμολογώντας αυτά που είμαι σίγουρη γι’αυτά, γιατί δεν υπήρχε μυστήριο και το ήξερα εδώ και χρόνια. Πάντα ανίκανη η θέληση του ενός για τη σχέση των δύο.
Μετά έφυγε. Πήρε κι ένα βιβλίο μαζί της. Αυτό που έγραφε χωρίς να ξέρει. Ίσως να μην της άρεσαν οι άνθρωποι, αλλά έμεινε έκθετη στη ροή του δρόμου, χωρίς ποτέ να κινδυνεύσει.

Και θα στο ξαναπώ
Η φαντασία της υπερλειτουργεί
Μόνο φαντάσματα είδε εκεί.

Παραποίησε τη γραμματική.

Woke up in a strange place


Μια αγαπημένη φωνή ακούγεται στο τηλέφωνο τόσο στενοχωρημένη όσο δεν αντέχω. Θυμώνω με τον εαυτό μου που δεν είμαι δίπλα της τώρα που με χρειάζεται και ως φυσική παρουσία εκτός από μια φωνή στο τηλέφωνο. Θυμώνω με όσους την πληγώνουν και μάλιστα το κάνουν με τόσο φυσικό τρόπο, σαν να μην τρέχει δίφραγκο. Κι εκείνη, όπως κι εγώ τόσες φορές, αναρωτιέται τι έχει κάνει λάθος και τι άλλο πρέπει να κάνει. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει.

Τίποτα δεν πρέπει να κάνεις. Έχεις ήδη κάνει τόσα πολλά. Για όλους. Κάπου μέσα εκεί ήσουν κι εσύ, κυνηγώντας αυτό που είχες ονειρευτεί, κάνοντας τα πάντα by the book, ακολουθώντας μέχρι και τις υποσημειώσεις. Ασάλευτη, with your eyes on the prize, σίγουρη ότι θα το πετύχεις. Και είχες κάθε λόγο να το πιστεύεις. Κι εγώ να σε θαυμάζω και να βλέπω πόσο εγώ αφήνομαι στα πράγματα πολλές φορές, περιμένοντας να μου πουν κι αυτά τη γνώμη τους, πριν καταλήξουμε στο οτιδήποτε – ή στο τίποτα (πολλές φορές).

Όλα αυτά για χρόνια. Φαίνεται πως είχε αποτέλεσμα. Όσες πιέσεις και να δεχόσουν, ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκες. Περήφανη, σίγουρη, αυστηρή. Γεμάτη ευαισθησίες και ανάγκη για αγάπη, όπως όλοι. Και ξαφνικά, κάποια πράγματα από αυτά που είχες ποντάρει δεν πήγαν όπως τα περίμενες. Και το φαβορί μας τη βγήκε από δεξιά και μείναμε να τρώμε τη σκόνη του. Συνέβη το απροσδόκητο, το παράξενο, το κουλό, το δεν-είναι-δυνατόν. Και μετά συνέβησαν κι άλλα, σαν κάποιος να έριξε το μπαλάκι πάνω στο πρώτο ντόμινο και να πήρε σβάρνα τα πάντα. Πλήρης απώλεια ελέγχου. Κάπως τα έφερε η ζωή και σε γέμισε εκπλήξεις και δοκιμασίες, αμφισβήτησε το σύστημά σου. Μη σου πω και το δικό μου...(που δεν έχω). Κι αυτό σε φόβισε. Που πήγαν αυτά στα οποία στηριζόμουν;

Αυτά στα οποία στηριζόσουν, στηρίχτηκαν κι αυτά πάνω σου, ξαπόστασαν, άναψαν τσιγάρο και τώρα κάθονται και απολαμβάνουν τη θέα, λες κι εσύ δεν είσαι εκεί. Τι κι αν φώναξες, αν κλώτσησες, αν μίλησες, αν διεκδίκησες, άντε να αλλάξανε πλευρό. Για ποιό λόγο ξαφνικά έγινες αόρατη; Τι ακριβώς δεν είναι κατανοητό; Δεν φταις εσύ. Όταν ο άλλος έχει βολευτεί μέσα στην εικόνα που έχει για τον εαυτό του και έχει φροντίσει κάπου εκεί μέσα να βολέψει και σένα ώστε να ταιριάζεις, δεν τον ενδιαφέρει όσο θόρυβο κι αν κάνεις ζητώντας κάτι άλλο. Το κάτι άλλο θα τον ξεβόλευε επικίνδυνα. Κι αυτό φοβάμαι ότι ισχύει για όλους τους ενδιαφερόμενους.

Πόσες φορές με είχες ρωτήσει «πως μπόρεσες να κάνεις το ένα ή το άλλο». Δεν ξέρω πως μπόρεσα. Ξέρω ότι το ήθελα τόσο που απλά δεν μπορούσα να μην το κάνω. Κι εσύ τώρα θέλεις. Φαίνεται. Κι επειδή θέλεις, φοβάσαι. Κι όταν φοβόμαστε, είναι πολύ εύκολο για τους άλλους να μας φέρουν κολλάρο τις προσδοκίες τους, να μας βάλουν ψύλλους στ’αυτιά για τις επιλογές μας, να μας δημιουργήσουν ενοχές για ό,τι σκεφτόμαστε να κάνουμε. Όλοι αυτοί, όμως, δεν είναι ΕΣΥ. Εσύ που κάθε πρωί πρέπει να ξυπνάς με την επιλογή σου και να βρίσκεις τρόπους να την υποστηρίζεις. Μήπως τελικά υποστηρίζεις την επιλογή των άλλων; Δεν ήξερα τι να σου πω. Ήθελα να έρθω και να πλακώσω στις μάπες όποιον τόλμησε να σε στενοχωρέσει (και ξέρεις ότι είμαι αρκετά τρελή ώστε να το κάνω κιόλας). Ποιός ο λόγος να νιώθεις ενοχές; Σε τέτοιες περιπτώσεις, κάποιος κερδίζει αυτό που χάνει ο άλλος ή το ανάποδο. Μπλέκονται πολλοί άνθρωποι, πολλές προσδοκίες, πολλά πλάνα. Γιατί απλά έτσι συμβαίνει. Τι να κάνεις για το ελέγξεις όταν απλά δεν ελέγχεται; Γιατί να μην υποστηρίξεις αυτό που νιώθεις και θέλεις όταν οι άλλοι φαίνεται ότι το κάνουν με τόση άνεση και μάλιστα εις βάρος σου; Εσύ ήσουν απόλυτα ειλικρινής (σε βαθμό εκκωφαντικό) και ευθύς. Δεν κρύφτηκες. Οι άλλοι τα μάσησαν και με κάτι μισόλογα του κώλου, προσπάθησαν να πείσουν για την αγάπη τους, το ενδιαφέρον τους, την έννοια τους. Άντε και δεν την αμφισβητείς. Δεν είναι, όμως, ύποπτη μια τέτοια αγάπη του καναπέ, που δεν ξεβολεύεται; Δεν γίνεται να είναι εκ του ασφαλούς τόσο πολύ. Δεν γίνεται να μη σε βλέπει – να μη σε βλέπει να ξυπνάς το πρωί. Δεν γίνεται να είναι τα πράγματα στο flatline – είναι τρομακτικό.

Επειδή μου τελειώνουν οι σοφίες (είναι γύρω στις 35 το σύνολο και συνδυαστικά τις εξαντλώ όλες κατά καιρούς), κι επειδή βράζω που σε σκέφτομαι μόνη σου να παλεύεις με το θεριό, σκέψου μήπως το θεριό είναι ο εαυτός σου και δείξτου λίγη επιείκεια. Προσπάθησε να δεις τι είναι αυτό που μπορεί να γίνει πρώτα και κύρια για σένα και όχι για τους άλλους. Αυτό που είχες ανάγκη να νιώσεις, σωματοποιήθηκε μπροστά σου και συνέβη, όπως συμβαίνει όταν έχουμε κάτι πολύ ανάγκη. Κι αν δεν είναι αυτό που έχεις ονειρευτεί, σίγουρα δεν έχει μικρότερη αξία. Γι’αυτό που είναι, όπως είναι αξίζει πολλά. Κι εσύ αξίζεις ακόμα περισσότερα από όσα μπορεί ο καθένας να φαντάζεται ή να θέλει για σένα. Αξίζεις τα πάντα. Γιατί μπορείς να γελάς δυνατά πίνοντας μόνο δυό καράφες νερό και να διαβάζεις κάτω από τα αρμυρίκια, να οδηγείς νύχτα σε οδικά δίκτυα αμφιβόλου ηθικής και ασφαλείας και να διαλέγεις μαγνητάκια για το ψυγείο. Γιατί μπορείς να φροντίζεις τον άλλον τόσο φυσικά και απόλυτα, κάνοντάς τον να θέλει να τον φροντίζεις για πάντα. Γιατί πάντα έχεις να δώσεις ακόμα κι όταν φοβάσαι ότι δεν θα μπορέσεις ξανά.

Και μη νομίζεις....η θάλασσα θα μας περιμένει εκεί που την αφήσαμε.

Can't stop loving
Can't stop what's is on its way
And I see it coming and it's on its way

Δευτέρα, Αυγούστου 08, 2005

Her rabid glow is like braille to the night


Αυτό το καλοκαίρι φαίνεται ότι κρατάει πολύ. Περισσότερο απ’ ότι ήλπιζα. Πέρσι, τέτοια εποχή, δούλευα πολλές ώρες και κάθε βράδι με περίμεναν ποταμοί αλκοόλ σε διάφορες μορφές – ούζα, ρακόμελα, μπύρες, καμιά φορά και όλα μαζί. Την επόμενη μέρα ξαναπήγαινα δουλειά σε κάτι τρελές βάρδιες (τύπου 7 το πρωί) απτόητη, γεμάτη ενέργεια, μετά έπεφτα, γκρίνιαζα, έκανα νάζια, τελικά με έπειθαν (και καλά) για μια από τα ίδια.
Το φετινό είναι πολύ διαφορετικό. Και όχι (μόνο) επειδή δεν δουλεύω αλλά γιατί άρχισε απότομα, από μέσα μου. Κάτι μέσα μου άστραψε όπως αστράφτει ένα παρμπρίζ αυτοκινήτου στον ήλιο. Με τύφλωσε και μου θύμισε ότι έχω ακόμα μάτια – και μάλιστα τα αφήνω να τυφλωθούν. Από τη συναυλία των Madrugada στο Gagarin και μετά (μετά το On your side που με στοίχειωσε) κύλισαν τα ξερόχορτα στο νερό.
Βράδια γεμάτα κρασί, πολύ κρασί, ξενύχτι, χέρια και πόδια που ψάχνονται κάτω από το τραπέζι με εφηβική σχεδόν ζέση, συζητήσεις για τη Λένα Πλάτωνος. Βρέθηκα στο πρώτο μου νησί, με τα πάντα πίσω μου, μακρινά, καρφιτσωμένα σαν λεπιδόπτερα σε γυάλινη προθήκη. Διάβαζα Pessoa, τυλιγμένη σε τυρκουάζ καφτάνια, μακριά από βαρύγδουπες αποφάσεις που ποτέ δεν συμπάθησα έτσι κι αλλιώς, μέσα στην αφήγησή μου και κάτι γαλάζιο. Με διατρέχει η λογική της καταγραφής, θέλω να σώσω όλα τα πεύκα στα μάτια μου.
Στο δεύτερο νησί, τα πράγματα ήρθαν άγρια και ακατέργαστα να κρύψουν το γαλάζιο που υπάρχει παντού, τα βράδια ξυπόλητη στην άμμο νόμιζα ότι οι βραδιές δεν τελειώνουν εδώ, κάτω από τόσα αστέρια δεν γίνεται να τελειώσουν. Στο βάθος έπαιζε Λένα και Jeff, καπνίζω πολύ πάλι. Μου το είπες: όλα από δω και πέρα μόνο καλύτερα μπορούν να πάνε. Το θυμάσαι;
Εγώ το θυμάμαι. Η σκέψη ορισμένων ανθρώπων με πλημμυρίζει. Ξαφνικά, Σάββατο βράδι, κόσμημα από το παρελθόν, τι να νιώθω πια; κάτι δυσθεώρητο, δυσεξήγητο, δυσεπίλυτο, ακατανόμαστο – αυτό που ο Μπαρτ λέει όπως-είναι. Όλα είναι μάλλον όπως-είναι. Κι αυτά κι εμείς και οι άλλοι. Όπως-είναι, δεν αλλάζουν, ίσως προσαρμόζονται, ίσως είναι ευέλικτα όπως-είναι, αλλά ο πυρήνας τους μένει ίδιος. Όταν κοιτάει στα μάτια, αυτό δεν αλλάζει. Ούτε θέλει ούτε μπορεί ούτε χρειάζεται να αλλάξει. Όταν το ένστικτο ξέρει, ούτε κι αυτό αλλάζει. Πεταρίζει σαν σπασμένος ανεμοδείκτης και πάει. Δεν αλλάζει. Το όπως-είναι μέσα στην απολυτότητά του, βάζει νέους όρους αποδοχής.
Σε μια βεράντα, αφού έχω ξεροψηθεί στην παραλία και τώρα, πίνοντας το μπουκάλι κρασί μόνη μου (κλασσικά), χαζεύοντας το ηλιοβασίλεμα – τον ήλιο να πέφτει μεγαλειωδώς στη θάλασσα τυλιγμένος στο κόκκινο, το μοβ, το πορτοκαλί – χωρίς ίχνος ρομάντζας, δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το ηλιοβασίλεμα με μουσική υπόκρουση Σοπέν (όπως στην Πάρο) ή έστω, το Wonderful life του Cave. Καλύτερο από τη θάλασσα μόνο μπροστά σου να σου μιλάει, τα φώτα της πόλης μακρινά σαν πυγολαμπίδες, πολύ μακρινά για να ασχοληθείς περισσότερο. Το καλοκαίρι αυτό, μόνο η θάλασσα γνώριζε πιθανώς την αδυναμία σου για ο,τιδήποτε τελεσίδικο, την ίδια στιγμή που ήλπιζες για κάτι σίγουρο και πλήρες μέσα στη στιγμή του. Η γενεαλογία ως στιγμή της ανάδυσης και όχι ως γραμμή καταγωγής. Ως έκλαμψη, ως illumination που μπορεί να φωτίσει μια σειρά άλλων. Επόμενων, περασμένων, ταυτόχρονων. Με μια φυσική κίνηση, όπως πολλά πράγματα γίνονται μόνα τους κι εμείς μένουμε να τα αναλύουμε μήπως και χάσουμε κανένα βαθύ νόημα πέρα από την απλή τους ύπαρξη και ομορφιά. Πέρα από αυτό που είναι και την δυνητική τους κατάσταση που συνυπάρχει στο είναι τους, ακόμα κι αν εμείς νομίζουμε ότι την ελέγχουμε. Πέρα από αυτά που είναι και επειδή είναι τόσο πολύ, μας τρομάζουν.
Θα μπορούσα να μείνω για πάντα σ’αυτή τη βεράντα, να πίνω κρασί, να στρίβω τσιγάρα, με τα πόδια απλωμένα στην καρέκλα, βλέποντας τους γρίφους και τις λύσεις να βυθίζονται φλεγόμενοι.
Το ερώτημα παραμένει: Έκανες αυτοσυντήρηση;

The clock is set for nine but you know you're gonna make it eight.
All the people that you've loved they're all bound to leave some keepsakes.
I've been swinging all the time, think it's time to learn your way.
I picture you and me together in the jungle it will be ok.

I'll bring you when my lifeboat sails through the night
That is supposing you don't sleep tonight

It's like learning a new language
Helps me catch up on my mime
If you don't bring up those lonely parts
This could be a good time
You come here to me.
We'll collect those lonely parts and set them down
You come here to me...

Δευτέρα, Αυγούστου 01, 2005

Indian Summer



Τρίτη βράδι, στον Λυκαβηττό, οι Thievery Corporation είναι απλώς υπέροχοι σε ένα κατάμεστο θέατρο. Όλοι χορεύουμε, υπάρχει πολύ καλή ενέργεια, θετικό vibe, ένα απαλό αεράκι κι εγώ τόσο ευτυχής που έχω ξανά κοντά, αγορίστικα μαλλιά.

Την Τετάρτη, προλαβαίνω το καράβι στο τσακ. Απλώνω τα πόδια μου στα κάγκελα, βγάζω την μπλούζα μου, μένω με το μαγιό και αρχίζω την ηλιοθεραπεία. Φυσάει, η θάλασσα είναι μπλε σκούρα. Σίγουρα κάτι μαγικό κρύβεται από κάτω, κάτι υπέροχο και σκοτεινό, μια ολόκληρη ζωή, ένας κόσμος που κάνει τους ανθρώπους να γίνονται ναυτικοί. Καταφέρνω κι ανάβω τσιγάρο με τόσον αέρα. Ποιός θα ήθελα να είναι τώρα δίπλα μου; Αυτοί που χάθηκαν, αυτοί που έμειναν...timing, σύμπτωση, ή απλά έτσι ήταν να γίνει; Και τώρα; Με πόσους διασταυρώνομαι ακόμα, μην μπορώντας να ελέγξω τη σύγκρουση; Τελικά, μάλλον κανέναν δεν θα ήθελα. Μου αρέσει που είμαι μόνη μου, με χτυπάει ο ήλιος και με περιμένει το νησί.

Στο λιμάνι, με περιμένουν με το αυτοκίνητο, με πνίγουν στις αγκαλιές και ξεκινάμε για την παραλία. Κούνδουρος. Ξαπλώστρα, καφές, ήλιος καυτός, θάλασσα υπέροχη. Μοναδική σκέψη πόσες βουτιές θα κάνω. Γυρνάμε αργά στη Χώρα. Το βράδι έχει παντού τόσα πολλά αστέρια. Τόσα πολλά. Το βράδι για ποτάκια δίπλα στη θάλασσα. Στον δρόμο, η ερημιά αντηχεί τις κραυγές του Plant στο Whole lotta love που τινάζει τα ηχεία του αυτοκινήτου.

Στο τηλέφωνο η Lady Elle, σε απευθείας σύνδεση ενώ κοιτάω τις βουκαμβίλες. Μου λείπει. Σήμερα φυσάει πολύ, τη βγάζουμε στην αυλή με θέα τη Χώρα, πολλά στριφτά, καφεδάκι, συζήτηση για το αν μπορείς να μπαίνεις κάθε φορά στο τριπάκι, να ξεκινάς από την αρχή. Δεν ξέρω αν έχω το κουράγιο, το διαπιστώνω στην πορεία. Με παίρνουν τηλέφωνο οι φίλοι μου από τη Σίφνο και με ξεσηκώνουν για σαββατοκύριακο. Τόσες διακοπές χωρίς λεφτά πρώτη φορά κάνω στη ζωή μου. Όταν δούλευα και είχα λεφτά, πήγαινα σε ένα νησί, τώρα έχω πάει ήδη σε τρία νησιά...Μέσα στη νύχτα, με παίρνει τηλέφωνο η Τζάκι να κανονίσουμε τα ποτά της Δευτέρας. Κάπου σε θάλασσα, μου λέει, γιατί δεν αντέχω. Αντέχω εγώ;

Η παρέα μεγαλώνει – γελάμε στην αυλή, το βράδι μοχίτο δίπλα στη θάλασσα. Ξανά κουβέντες για τον έρωτα – βρε παιδιά, τους λέω, δεν ξέρω απ’ αυτά. Δεν θέλω κιόλας να ξέρω. Αν ξέρω, πως θα μάθω; Καλύτερα να μπω στη διαδικασία να μάθω, εκ νέου, γιατί αυτά που ήδη ξέρω, άστα....μένουν αποθηκευμένα μέσα στις νυχτερίδες-κι-αράχνες-γλυκιά-μου. Χάθηκε να πούμε για το φεγγαράκι που είναι μισό και κρεμασμένο πάνω απ’ το κεφάλι μας σαν Δαμόκλειος Σπάθη; Μου το είπε εκείνο το βράδι Απ’ τ’αυτί σου έπεσε ο ένας κρίκος τρύπιο επίχρυσο φεγγάρι. Ναι, έπεσε. Βοήθησε κι αυτός βέβαια...Τι να σκέφτομαι. Τα μισά της χιλιάδας. Τίποτα. Είμαι δίπλα στη θάλασσα με καλή παρέα, το μοχίτο πέτυχε, ανανέωσα το μαύρισμά μου, όλα εδώ είναι όμορφα, έχω να διαβάσω κανά δίμηνο για το διδακτορικό, δεν έχω δουλειά, τα χαρτιά μού βγάζουν ταξίδι μακρινό, κι εγώ στρίβω τσιγάρα για όλους. Μια σχεδόν ιδανική στιγμή.

Την άλλη μέρα τους προειδοποιώ: απομακρύνετε το ούζο από δίπλα μου, δεν θα μείνει τίποτα για εσάς. Και κάπως έτσι κάτω από τα δέντρα, με απλωμένα πόδια στις καρέκλες, ηλιοκαμένες και πεινασμένες, τσακίσαμε τα ουζάκια (κερασμένα από το μαγαζί) την ώρα που ο ήλιος έδυε. Το βράδι διαρκώς έσκαγε ένας δίσκος με σφηνάκια από το πουθενά, σ’ ένα υπέροχο σοκάκι ψηλά στη Χώρα. Δέντρα, άστρα (τόσα πολλά....), κουβέντες, σφηνάκια, πρόσωπα, λόγια. Καλοκαίρι. Λόγια. Θέληση ή έλλειψη αυτής. Ή και τα δύο. Ταυτόχρονα. Θέλω τόσα, στέκομαι ακίνητη στη θάλασσα. Λάθος τρόπος όταν χάνω το ενδιαφέρον μου και λίγο πριν.

Όταν έρχεται η τελευταία μέρα, δεν θέλεις να το πιστέψεις, μέχρι που αναγκαστικά πρέπει να μαζέψεις πράγματα. Εκεί καταλαβαίνεις ότι φεύγεις. Γι’αυτό μαζευτήκαμε οι εφτά και την αράξαμε στις ξαπλώστρες του Κούνδουρου, με μια καράφα σφηνάκια μπροστά μας, πολλές βουτιές, χάχανα, και τον ήλιο να σε χαϊδεύει μέχρι που σκας από ζέστη και πας για την 108η βουτιά. Δεν θέλω να φύγω. Να γυρίσω σε τι; Δεν θέλω να με φάει πάλι η οθόνη. Πάλι θα τη βγάλω με αιτιατική και αφήγηση, με μουσική, αναμνήσεις. Οι φίλοι μου ευτυχώς είναι ακόμα εδώ. Χτυπάει το τηλέφωνο κι ακούω να με φωνάζουν με ένα υποκοριστικό που αγαπάω πολύ. Μου γράφει γράμμα, λέει. Οι βότκες έπιασαν. Θα ανέβω σίγουρα Θεσσαλονίκη. Στο υπόσχομαι. Ακόμα κι αν έχω μόνο τα λεφτά για το τρένο. Μου λείπεις, θέλω να γίνουμε κουδούνι από τις ρακές νωρίς το απόγευμα και να τραγουδάμε Λένα Πλάτωνος, να κλαίω και να μη με ρωτάς γιατί, να με κοιτάς και να ξέρεις όσα οι άλλοι παλεύουν με ερωτήσεις.

Και το πλοίο της επιστροφής, στο τσακ το προλαβαίνω. Αφήνω τους άλλους μέσα και την αράζω έξω. Απλώνω ξανά την αρίδα μου. Το απόγευμα είναι γλυκό. Ο ήλιος έχει φωτίσει έναν δρόμο στη θάλασσα, στα αυτιά μου Gotan Project – το μπαντονεόν, κόσμημα από το παρελθόν.

Κλείνω τα μάτια. Κάπου μακριά, βαθιά μέσα στη θάλασσα, υπάρχει κάτι μαγικό, που με κρατάει ακόμα εδώ.
eXTReMe Tracker